Andreas Deffner: Ο Γερμανός φιλέλληνας που έκανε βιβλίο τα… ψεματάκια των Ελλήνων!

Andreas Deffner: Ο Γερμανός φιλέλληνας που έκανε βιβλίο τα… ψεματάκια των Ελλήνων!

Δεν αλλάζει με τίποτα την Ελλάδα και ιδίως το «χωριό» του, όπως ο ίδιος αποκαλεί το Τολό, στο οποίο περνάει τις διακοπές του τα τελευταία τριάντα χρόνια. Ο Γερμανός, Andreas Deffner, που μένει στο Βερολίνο, δεν είναι ένας απλός φιλέλληνας. Νιώθει σε όλη την Ελλάδα «σαν στο σπίτι του» όπως χαρακτηριστικά αποκαλύπτει στην κουβέντα μας, πίνοντας τον αγαπημένο του φραπέ μέτριο με γάλα και απολαμβάνοντας μεγάλες μπουκιές φρεσκοψημένης τυρόπιτας.

 

 

Ο μακρινός συγγενής του γλωσσολόγου Μιχαήλ Δέφνερ, ο οποίος έμαθε γερμανικά στον Ελευθέριο Βενιζέλο, με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του βιβλίου για την Ελλάδα με τον τίτλο «Psematakia» («Ψεματάκια») μιλάει αποκλειστικά στο lifesharing.gr για όλους και για όλα. Επίσης, αποκαλύπτει την πρωτιά του ως «ο μοναδικός παγκοσμίως, που έχει εκδώσει ένα ολόκληρο βιβλίο μαγειρικής για τη φάβα». Πώς καταφέρνει να συνδυάζει την εργασία του ως ανώτατο στέλεχος στο υπουργείο Υγείας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, με τις εκπομπές του στο ραδιόφωνο και τα ταξίδια του στο απέραντο ελληνικό γαλάζιο; Λίγο πριν αναχωρήσει για το ταξίδι του στα Μέθανα, δίνει ακόμη και το δικό του ορισμό της λέξης «φιλότιμο»:

 

«Δυο τρεις θετικές σκέψεις, ένα λίτρο αίσθηση για τη ζωή, 500 γραμμάρια φιλοξενία, μια ολόκληρη ώριμη φιλία χωρίς τη φλούδα, δέκα σταγόνες εξυπηρετικότητα, λίγη υπερηφάνεια, αξιοπρέπεια και αίσθηση καθήκοντος. Για τη σάλτσα του το φιλότιμο χρειάζεται 5 κουτάλια της σούπας αυτοθυσία, 5 κουτάλια στέρηση και φρεσκοτριμμένο σεβασμό».

 

 

Συνέντευξη στη Βίκυ Καλοφωτιά

 

Έχετε γράψει κι άλλα βιβλία με θέμα την Ελλάδα. Τι είναι αυτό που κάνει το καινούριο με τον τίτλο «Psematakia» («Ψεματάκια») να ξεχωρίζει;

 

Και τα τέσσερα βιβλία που έχουν εκδοθεί μέχρι στιγμής αφορούν την πραγματική ζωή στην Ελλάδα. Θέλω να εξηγήσω στους ανθρώπους πώς είναι η καθημερινότητα στην Ελλάδα, πώς ζουν οι άνθρωποι εκεί, ποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά έχουν και επιπλέον θέλω να περιγράψω τη χώρα. Κάθε βιβλίο έχει αντίστοιχα ένα δικό του κέντρο βάρους, στο οποίο εστιάζω. Όλο αυτό το ταξίδι της συγγραφής ξεκίνησε με το βιβλίο σχετικά με την κατανάλωση καφέ, κάτι το οποίο είναι πιθανώς πιο σημαντικό στην Ελλάδα από οπουδήποτε αλλού στον κόσμο.

 

 

Κάθε κεφάλαιο σε όλα τα βιβλία είναι μια βόλτα με έναν Έλληνα ή μια Ελληνίδα, μέσα από την καθημερινότητά τους. Παίρνω μαζί μου τους αναγνώστες σε ένα ταξίδι, όπου βιώνουν εμπειρίες και μαθαίνουν πώς είναι η ζωή πέρα από τα τουριστικά μέρη. Δεν είναι λοιπόν ένας ταξιδιωτικός οδηγός, αλλά περισσότερο ένα είδος καθοδήγησης για να μάθεις να αγαπάς και να εκτιμάς την Ελλάδα. Αν ασχολείσαι με τους ανθρώπους στην Ελλάδα, και όπως κι εγώ, καταλαβαίνεις και σχετικά καλά τα ελληνικά, τότε είναι συχνά ακόμη και τα πιο μικρά πράγματα που ξυπνούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

 

 

Ένα πολύ συμπαθητικό χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι, νομίζω, ο τρόπος που παίζουν οι Έλληνες με τις μικρές υπερβολές ή το πώς αντιμετωπίζουν τα ψεματάκια, δηλαδή τα μικρά και αθώα ψέματα. Αυτά μερικές φορές «γαρνίρονται» με μικρά ανέκδοτα και ενσωματώνονται στην καθημερινή ζωή ως κάτι το αυτονόητο. Αυτό σε προσκαλεί να χαμογελάσεις, και μερικές φορές και να το μιμηθείς: Ενώ στα προηγούμενα βιβλία όλα έγιναν ακριβώς όπως τα περιγράφω, σε αυτό το βιβλίο έχω τη μικρή ελευθερία να υπερβάλλω λίγο κι εγώ και να αφήσω και ένα μικρό αθώο ψέμα να εισχωρήσει στις σελίδες του.

 

Ωστόσο όλες οι ιστορίες έχουν έναν πυρήνα αλήθειας. Ακόμα κι αν έπρεπε σε κάποια σημεία να αλλάξω ονόματα ή, για παράδειγμα, να μετονομάσω διάφορα μέρη. Παρ’όλα αυτά αυτό δεν μειώνει καθόλου την αλήθεια του περιεχομένου.

 

 

Νιώθετε την Ελλάδα σαν δεύτερη πατρίδα σας, όπως δηλώνετε. Πότε ήταν η στιγμή που το συνειδητοποιήσατε;

 

Το καλοκαίρι μετά την αποφοίτησή μου από το λύκειο, ήρθα στην Ελλάδα για πρώτη φορά. Μια μοναδική εμπειρία, και θα είμαι για πάντα ευγνώμων στον τότε δάσκαλό μου των εικαστικών, Stefan Geyr: με είχε ρωτήσει αν ήθελα να πάω και εγώ στο Τολό το καλοκαίρι. Ο ίδιος πήγαινε εκεί για αρκετές δεκαετίες, είχε γνωρίσει μια υπέροχη οικογένεια που διατηρούσε μια γραφική παλιά ψαροταβέρνα στην περιοχή, και έτσι μια μέρα βρέθηκα στον παράδεισο.

 

Δεν πρόκειται να ξεχάσω την άφιξη με το πλοίο από την Ιταλία, που ήταν για εμένα πολύ ιδιαίτερη. Πατώντας σε ελληνικό έδαφος στην Πάτρα, ένιωσα ότι κάναμε τα πάντα σωστά. Όταν συναντήσαμε τον Stefan, την οικογένειά του και τους φιλικούς ταβερνιάρηδες στο Τολό, μάλλον έγιναν όλα έτσι για εμένα, για να έρθω στην Ελλάδα. Στο τέλος αυτών των διακοπών που κράτησαν τρεις εβδομάδες, ρώτησα τον Περικλή, τον γιο της οικογένειας του πανδοχέα, που εξακολουθεί να διευθύνει την Ταβέρνα «Το Νέον», αν μπορούσα να επιστρέψω τον επόμενο χρόνο. Φυσικά είπε ναι. Γίναμε πραγματικά πολύ καλοί φίλοι, σήμερα νιώθουμε σαν να είμαστε αδέρφια.

 

 

Είναι αυτός ο τρόπος αντιμετώπισης των άλλων ανθρώπων από τους Έλληνες, που με ενθουσίασε από την αρχή. Σε αυτό προστέθηκε το ότι τουλάχιστον εκείνη την εποχή και στο Τολό, ζούσε ακόμη το φιλότιμο. Ο καλός καιρός, το νόστιμο φαγητό και η αστραφτερή, καταγάλανη θάλασσα μπροστά στην πόρτα έκαναν τα υπόλοιπα.

 

Ιδιαίτερη θέση στην καρδιά σας έχει η γιαγιά Βαγγελιώ από το Τολό, για χάρη της οποίας μάθατε να μιλάτε ελληνικά. Μιλήστε μας γι’αυτήν τη συνάντηση.

 

Η μητέρα του Περικλή, η Βαγγελιώ ήταν ήδη σε προχωρημένη ηλικία συνταξιοδότησης το 1993. Ωστόσο, νωρίς κάθε πρωί στεκόταν στη βεράντα της ταβέρνας, σκουπίζοντας, ποτίζοντας τα λουλούδια και ψιλοκόβοντας μερικά φασόλια ή πλένοντας άλλα λαχανικά για το μεσημεριανό γεύμα. Η μικροκαμωμένη γυναίκα είχε πάντα ένα πολύ χαρούμενο χαμόγελο στα χείλη της. Ήταν ένας άνθρωπος που δεν μπορούσες παρά να αγαπήσεις από την πρώτη στιγμή. Ήθελα τότε να κάνω μια σωστή συζήτηση μαζί της, αλλά η Βαγγελιώ μιλούσε μόνο ελληνικά. Μόνο ο Περικλής μπορούσε να της μεταφράσει τα αγγλικά, αλλά ήταν απασχολημένος στην ταβέρνα από το πρωί μέχρι το βράδυ με τους πολυάριθμους θαμώνες. Παρ’όλα αυτά, καταφέραμε να γίνουμε με τη Βαγγελιώ ένθερμοι φίλοι.

 

 

Όταν επέστρεψα στο Τολό τον επόμενο χρόνο, αποφάσισα να μάθω για χάρη της έστω λίγη από τη γλώσσα της. Το 1994 ταξίδεψα μόνος μου στο Τολό για τρεις εβδομάδες. Είχα λοιπόν τον ανάλογο χρόνο για να ρίχνω κάθε μέρα μια ματιά στο βιβλίο που είχα προμηθευτεί για να ξεκινήσω την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας. Ήξερα ήδη το «Καλημέρα», την «Καληνύχτα» και κάποιες άλλες λέξεις. Για να μάθω περισσότερα, είχα πάρει ένα μικρό βιβλίο μαζί μου στις διακοπές. Μια μέρα βρήκα μια μικρή, χαριτωμένη λέξη μέσα σε αυτό. Το βιβλίο που χρησίμευε ως οδηγός γλώσσας έγραφε ότι έχετε τρεις επιλογές όταν σας ρωτούν πώς είστε. «Καλά», «άσχημα» και «έτσι κι έτσι».

 

Ένα πρωί ξύπνησα με ελαφρύ πονοκέφαλο, ήμουν ακόμα πολύ κουρασμένος και το μεσημέρι κάθισα στη βεράντα με ένα φλιτζάνι καφέ κοιτάζοντας τη θάλασσα. Η γιαγιά Βαγγελιώ πέρασε από δίπλα μου με μια κατσαρόλα με χόρτα και, όπως κάθε πρωί, με ρώτησε πώς ήμουν. Εγώ, περήφανος για όσα είχα μάθει από το βιβλίο μου, είπα: «έτσι  κι έτσι». Και τότε συνέβη κάτι εκπληκτικό. Ανήσυχη η Βαγγελιώ φώναξε την κόρη της, την Ειρήνη και έτρεξε και η ίδια στην κουζίνα. Άκουσα αγωνιώδεις κουβέντες αλλά δεν μπορούσα καν να ρωτήσω τον Περικλή τι συμβαίνει, καθώς εκείνος είχε μόλις βγει για ψώνια. Οπότε απλά περίμενα.

 

 

Λίγο αργότερα, όταν ξύπνησα, ο πονοκέφαλος είχε φύγει και η Ειρήνη βγήκε από την κουζίνα με ένα πιάτο. Ήρθε κατευθείαν πάνω μου κρατώντας το. Τι σήμαινε αυτό; Πρέπει να είχε γίνει παρεξήγηση. Δεν είχα παραγγείλει τίποτα, κι όμως η Ειρήνη έβαλε στο τραπέζι μπροστά μου ένα πιάτο με ζεστή, φρεσκομαγειρεμένη κοτόσουπα στον ατμό.

 

Την ίδια περίπου στιγμή εμφανίστηκε ο Περικλής και, γελώντας δυνατά, μπόρεσε να μεταφράσει στα αγγλικά, αυτό που είχε συμβεί. Η γιαγιά Βαγγελιώ είχε υποθέσει ότι ήμουν άρρωστος. Είχα απαντήσει «έτσι κι έτσι» ενώ στην ερώτηση «τι κάνεις;» απαντά κανείς συνήθως «καλά». Τότε αποφάσισα ότι έπρεπε να μάθω ελληνικά λίγο πιο επαγγελματικά και όχι μόνο με τη βοήθεια ενός μικρού βιβλίου.

 

 

Ποιο είδος ελληνικής μουσικής και ποιους Έλληνες σύγχρονους και παλαιότερους τραγουδιστές σας αρέσει να ακούτε;

 

Ως εκδότης κυκλοφόρησα πριν από μερικά χρόνια το βιβλίο «Ελληνική πρόσκληση στη μουσική». Ακόμα και από την εποχή που καταλάβαινα μόνο λίγες λέξεις στα ελληνικά, πάντα μου άρεσε πολύ η ελληνική μουσική. Από τη μια είναι η γλώσσα που ακούγεται πολύ αρμονικά και από την άλλη η αλληλεπίδραση ορισμένων οργάνων, που κάνουν τη μουσική μοναδική.

 

Το αγαπημένο μου ελληνικό συγκρότημα ήταν και θα είναι πάντα οι «Πυξ Λαξ». Η χαρά ήταν αντίστοιχα μεγάλη, όταν μπόρεσα να πάρω συνέντευξη από τον σπουδαίο Φίλιππο Πλιάτσικα στο Βερολίνο για το «Ράδιο Κρήτη». Έγραψε μουσική ιστορία με το συγκρότημα των «Πυξ Λαξ», όπως και τόσοι άλλοι σπουδαίοι μουσικοί, ο Μητροπάνος, ο Τερζής, ο Καρράς, η Γλυκερία, η Αλεξίου, ο Χατζηγιάννης ή ο Πορτοκάλογλου. Είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις ένα άτομο ανάμεσα σε όλους αυτούς τους μεγάλους καλλιτέχνες.

 

 

Η Ελλάδα γέννησε φανταστικούς μουσικούς. Υπάρχουν και ιδιαίτερα ταλαντούχοι ανερχόμενοι καλλιτέχνες, όπως ο Κωνσταντίνος Αργυρός, ο Χρήστος Μάστορας, ο Ηλίας Καμπακάκης ή οι σπουδαίες «Σκιαδαρέσες», ακούστε για παράδειγμα το «Πάμε Ναύπλιο»! Μεταξύ όλων των σπουδαίων ερμηνευτών, πρέπει να αναφέρω ιδιαίτερα μια τραγουδίστρια: η Παυλίνα Βουλγαράκη έγραψε ένα τραγούδι που μου φέρνει κάθε φορά δάκρυα στα μάτια. Για εμένα είναι ένα μουσικό έργο τέχνης. Μπαίνει τόσο βαθιά στην καρδιά μου και κάθε ήχος ενεργοποιεί κάτι μέσα μου. Ο καθένας πρέπει να έχει αυτό το τραγούδι στην προσωπική του λίστα αναπαραγωγής τραγουδιών: «Έλα λίγο πιο κοντά».

 

Υπάρχει ένα περιστατικό ή μια εμπειρία που ζήσατε στην Ελλάδα, την οποία δεν θα ξεχάσετε ποτέ;

 

Μια εμπειρία; (γέλια). Δεν ξέρω από πού να ξεκινήσω. Αλλά πρέπει να σκεφτώ τον παλιό καλό Σταύρο ως κάτι το αυτονόητο που θέλω να αναφέρω. Ζήσαμε πολλά χρόνια, πολλές κοινές εμπειρίες, πολλές απίστευτες ιστορίες. Ήταν ένας άνθρωπος από εκείνους που ίσως δεν υπάρχουν πια σήμερα. Ο Σταύρος -ο οποίος ως παιδί διέφυγε στις ΗΠΑ με τους γονείς του κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και από υπάλληλος σε πλυντήριο πιάτων κατάφερε να γίνει ένας πλούσιος ιδιοκτήτης εστιατορίου- εκπλήρωσε το όνειρο της ζωής του το 1990. Αγόρασε ένα μικρό ιστιοπλοϊκό στη Βοστώνη για να ταξιδέψει μόνος του από την ανατολική ακτή των ΗΠΑ πίσω στον Πειραιά. Ο «τρελός» με τη θετική έννοια, όντως τα κατάφερε.

 

 

Ζήσαμε τόσα πολλά μαζί, όταν στα χρόνια που ακολούθησαν, ταξιδέψαμε μαζί με το ιστιοπλοϊκό από τις ακτές της Πελοποννήσου ή όταν μετατρέψαμε τη νύχτα σε μέρα στη στεριά. Κάποιες από τις εμπειρίες με τον καπετάν Σταύρο, όπως τον αποκαλούσαν όλοι χαϊδευτικά, τις κατέγραψα στο βιβλίο μου «Heimathafen Hellas» («Λιμάνι της πατρίδας Ελλάς»).

 

Κοιτάζοντας πίσω, πρέπει να πω ότι οι ιδιαίτερες εμπειρίες στην Ελλάδα είχαν πάντα να κάνουν με ανθρώπους. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρακτική μου στο ελληνικό Υπουργείο Υγείας στην Αθήνα. Ήταν ιδιαίτερα έντονες εβδομάδες. Φυσικά, αξέχαστες παραμένουν και οι βαθιά θλιβερές στιγμές: ο θάνατος των γονιών του φίλου μου Περικλή, τα χτυπήματα της μοίρας άλλων φίλων, που ήταν αρκετά στα χρόνια της κρίσης.

 

Πριν από μερικά χρόνια πήρα συνέντευξη από τον φίλο μου τον Κώστα Παπαναστασίου στο Βερολίνο -τον ηθοποιό που έγινε γνωστός σε ολόκληρη τη Γερμανία ως ο Έλληνας εστιάτορας, «Παναγιώτης Σαρικάκης», της ταβέρνας «Ακρόπολη» στο πιο δημοφιλές τηλεοπτικό σίριαλ «Lindenstrasse» της γερμανικής τηλεόρασης, που αναφερόταν στην καθημερινότητα Ελλήνων μεταναστών.

 

 

Κατά τη διάρκεια της ζωής του ήταν ίσως ο πιο διάσημος Έλληνας ηθοποιός στην Ελλάδα. Η συνέντευξη αφορούσε τη μουσική και ο Κώστας είπε την όμορφη πρόταση: «Οι Έλληνες περιγράφουν τα συναισθήματά τους μέσα από τα τραγούδια τους». Αυτό μου άρεσε πάρα πολύ. Και είχε πει ακόμη πως: «Αν είσαι λυπημένος, απείρως λυπημένος, τότε να χορεύεις. Κι αν είσαι πολύ χαρούμενος, τότε επίσης».

 

Για το βιβλίο μου «The Coffee Oracle of Hellas» («Οι προφητείες του καφέ της Ελλάδας») πέρασα μια μέρα με τον ορειβατικό σύλλογο Ιωαννίνων στην Ήπειρο. Ο απίστευτα διασκεδαστικός πρόεδρος του συλλόγου είχε μαζί του το τύμπανο του καθ’ όλη τη διάρκεια της πεζοπορίας και έπαιζε μουσική για ώρες. Λίγο πριν από το τέλος της πεζοπορίας σταματήσαμε αυθόρμητα στο σπίτι μιας οικογένειας δεντροκοπτών. Αμέσως καθαρίστηκε το σαλόνι τους, για να τραγουδήσουμε και να χορέψουμε όλοι μαζί σε κύκλο με τη μεγάλη μας παρέα. Επίσης, ούτε μια τέτοια εμπειρία μπορείς να την ξεχάσεις.

 

 

Πώς καταφέρνετε να συνδυάζετε την εργασία σας στο υπουργείο Υγείας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, με τη συγγραφή, τη μαγειρική και το ραδιόφωνο;

 

Η Ελλάδα είναι για εμένα το χόμπι μου, αλλά πολύ περισσότερο από αυτό είναι και το πάθος μου. Αποτελεί, επίσης μια απαραίτητη εναλλαγή από την καθημερινότητα στο γραφείο. Όταν ασχολούμαι με θέματα που σχετίζονται με την Ελλάδα, μπορώ αμέσως να αδειάσω το μυαλό μου από τις έγνοιες και να αφήσω την ψυχή μου να πανηγυρίζει.

 

Το ίδιο ισχύει και για το μαγείρεμα. Πάντα μπορούσα να κάνω τα βασικά στις εστίες της κουζίνας, αλλά η γιαγιά Βαγγελιώ από το Τολό αφύπνισε το πραγματικό μου πάθος για τη μαγειρική. Απολάμβανα να κάθομαι στην κουζίνα μαζί της, να κυλάω αμπελόφυλλα και να ακούω τις συμβουλές της για το πώς να φτιάξω το καλύτερο αυγολέμονο. Η ελληνική κουζίνα είναι κάτι πολύ ιδιαίτερο για εμένα. Η ιδιαίτερη ευαισθητοποίηση των Ελλήνων για την υγιεινή διατροφή, την κοινωνικότητα και το νόστιμο φαγητό είναι κάτι πραγματικά εξαιρετικό. Ίσως και να είναι μοναδικό. Το φαγητό και το ποτό βιώνονται με τρόπο που σπάνια συναντάμε αλλού και ως αποτέλεσμα αυτών κατάφερα να ζήσω αξέχαστες στιγμές.

 

 

Άλλος ένας λόγος για τον οποίο αποφάσισα να συμπεριλάβω συνταγές μαγειρικής στα βιβλία μου. Για παράδειγμα, στα «Ψεματάκια» υπάρχει μια συνταγή για αρβανίτικα γογγύλια, αλλά και για μυκηναϊκό μοσχάρι με φακές. Υπάρχει ένα ρητό, «Το φαγητό και το ποτό κρατούν το σώμα και την ψυχή ενωμένα». Νομίζω ότι αυτή είναι μια πολύ σοφή δήλωση. Α ναι, πριν το ξεχάσω: Το μεγαλύτερο κεφάλαιο στο νέο μου βιβλίο είναι για τη φάβα. Έγραψα και το δικό μου βιβλίο μαγειρικής μόνο για τη φάβα. Από τότε αποκαλώ τον εαυτό μου τον «1. Favarista (ειδικό στη φάβα) παγκοσμίως». Λατρεύω τη φάβα!

 

Ένα προηγούμενο βιβλίο σας, το «Φιλότιμο» έχει γίνει μπεστ σέλερ στη Γερμανία. Γιατί πιστεύετε ότι συνέβη αυτό;

 

Νομίζω ότι αυτό οφείλεται και στο ότι υπάρχουν πολλοί Έλληνες που ζουν στη Γερμανία. Θυμάμαι ακόμη καλά όταν κάποιος από το χώρο των εκδόσεων μου είπε να μην χρησιμοποιήσω έναν τίτλο που ήταν ακατανόητος. Τέτοια βιβλία δεν κάνουν καλές πωλήσεις και οι Γερμανοί αναγνώστες δεν μπορούν να συνδέσουν τίποτα με τον όρο «Φιλότιμο». Κι όμως το βιβλίο πήγε ανέλπιστα καλά.

 

 

Ο εκδότης μου, που είναι κι αυτός Έλληνας, επέμενε να επιλέξουμε αυτόν τον υπέροχο τίτλο. Αλλά αυτό το οποίο έχει αναφερθεί πολύ σπάνια είναι ένα μικρό πράγμα: ο τίτλος του βιβλίου είναι σκόπιμα «Filótimo!» («Φιλότιμο!»), με θαυμαστικό! Μέσα από αυτή τη λεπτομέρεια θα ήθελα να εκφράσω ότι το φιλότιμο είναι μια λέξη που πρέπει να μπει στο μυαλό των ανθρώπων πολύ περισσότερο. Είναι λυπηρό που οι περισσότεροι λένε ότι δεν υπάρχει άλλο φιλότιμο σήμερα. Και ταυτόχρονα, όλοι τους εύχονται να υπάρχει περισσότερο φιλότιμο. Ας εργαστούμε,  λοιπόν όλοι μαζί για να διασφαλίσουμε ότι έχουμε έναν κόσμο και μια κοινωνία όπου αξίζει να ζούμε, και στην οποία το φιλότιμο κατέχει ξανά την αυτονόητη θέση του.

 

Συζητάτε με τους Γερμανούς φίλους σας για την Ελλάδα; Ποια θέματα είναι αυτά που συνήθως κυριαρχούν στη συζήτηση;

 

Όταν μιλάω με Γερμανούς φίλους για την Ελλάδα, μου ζητούν συχνά συμβουλές για καλές διακοπές, για καλά εστιατόρια της περιοχής ή για αναγνωστικές προτάσεις Ελλήνων συγγραφέων. Το βιβλίο μου «Filótimo!» δημιούργησε επίσης πολλές ερωτήσεις σχετικά με τον τίτλο του. Συχνά με ρωτούσαν τι σημαίνει στην πραγματικότητα ο τίτλος.

 

 

Τότε απαντούσα συχνά σε μια σύντομη περίληψη: για εμένα «Φιλότιμο» είναι όταν ενώνονται όλες οι θετικές ιδιότητες που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος. Αυτό έκανε πολλούς αναγνώστες να έχουν την περιέργεια να ταξιδέψουν και οι ίδιοι στην Ελλάδα. Και έτσι μπόρεσα ήδη να… μολύνω κάποιους φίλους και γνωστούς με τον «ιό της Ελλάδας». Είναι πολύ ωραία εμπειρία όταν, μετά τις διακοπές τους, μου αφηγούνται τις ιστορίες των εμπειριών τους στην Ελλάδα.

 

 «…να κάνει κανείς το αδύνατο, δυνατό, ακριβώς όπως το περιμένει κανείς από έναν αληθινό Έλληνα», γράφετε στα «Psematakia». Θεωρείτε ότι το πετυχαίνουν αυτό στη ζωή τους οι σύγχρονοι Έλληνες πολίτες και πολιτικοί;

 

Ένα πολύ ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των Ελλήνων είναι, κατά την άποψή μου, ότι είναι πάντα σε θέση να αντιδρούν αυθόρμητα. Εντελώς διαφορετικοί από τους Γερμανούς, που θεωρούνται πιο συγκροτημένοι και οργανωμένοι στο να αντιμετωπίζουν απρόσμενα σημαντικά προβλήματα ιδίως όταν τα πράγματα πρέπει να γίνουν γρήγορα. Φυσικά αυτά είναι στερεότυπα, αλλά συχνά είναι αληθινά.

 

 

Απλώς για να δώσω ένα παράδειγμα: κατά τα χρόνια της κρίσης, επανειλημμένα εξέφρασα στη Γερμανία τη γνώμη ότι οι Γερμανοί δεν θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν μια τέτοια κρίση. Μπορεί να μην είναι ένα ωραίο παράδειγμα, καθώς πάρα πολλοί άνθρωποι έχουν υποφέρει πολύ αυτά τα χρόνια, ωστόσο είναι ένα εντυπωσιακό χαρακτηριστικό γνώρισμα της δύναμης της θέλησης. Ίσως και να μπορεί να συγκριθεί με τον αγώνα των Σπαρτιατών εναντίον των Περσών.

 

Ως γνώστης του συστήματος υγείας στη χώρα σας, πιστεύετε ότι έγινε σωστή διαχείριση και αντιμετώπιση της πανδημίας στην Ελλάδα, από το ξέσπασμά της μέχρι και σήμερα;

 

Όπως λέει πάντα ο υπουργός μας: η πανδημία δεν έχει τελειώσει ακόμα. Μια πρόκληση για όλους μας, που μας έφερε για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα αντιμέτωπους και με άλλες επιμέρους προκλήσεις. Στη Γερμανία έχω εξηγήσει συχνά ότι ο όρος πανδημία προέρχεται από τα ελληνικά: «πας» και «δήμος» που σημαίνει κάτι που επηρεάζει ολόκληρο τον πληθυσμό. Και ακριβώς επειδή μας επηρεάζει όλους, μόνο μαζί μπορούμε να το ξεπεράσουμε.

 

 

Κατά τη γνώμη μου, όπως και η Γερμανία, έτσι και η Ελλάδα βρήκε έναν πολύ καλό και λειτουργικό δρόμο μέσω της πανδημίας. Αυτό που με εντυπωσίασε θετικά στους Έλληνες ήταν ότι οι ψηφιακές λύσεις αναπτύχθηκαν πολύ νωρίς στην αρχή της πανδημίας και εφαρμόστηκαν γρήγορα. Επίσης, η τάχιστη υλοποίηση των υποχρεωτικών εμβολιασμών για άτομα άνω μιας ορισμένης ηλικίας ήταν επίσης μια καλή απόφαση για την προστασία των ιδιαίτερα ευάλωτων ομάδων ανθρώπων.

 

Μια πανδημία φέρνει πάντα την πολιτική αντιμέτωπη με τη λήψη των πιο δύσκολων αποφάσεων. Είναι ένα δίλημμα. Εάν δεν κάνεις τίποτα, η πανδημία θα στοιχίσει πάρα πολλές ζωές, εάν από την άλλη κάνεις πάρα πολλά, είναι πιθανό να δημιουργήσεις κι άλλα προβλήματα που δυνητικά είναι εξίσου δραματικά. Δεν ζήλεψα ούτε για μια στιγμή την πολιτική τα τελευταία χρόνια. Έπρεπε να καταφέρει να κάνει ένα «σπαγγάτο» (τεράστιο και επιδέξιο άλμα εξισορρόπησης) για να οδηγήσει το λαό έξω από όλη αυτήν την κατάσταση κατά τη διάρκεια αυτής της επίπονης περιόδου.

 

 

Τον περασμένο Απρίλιο συμμετείχατε σε μια διαδικτυακή συνάντηση με μαθητές στα Γιαννιτσά, στο πλαίσιο του μαθήματος της γερμανικής γλώσσας. Τι σας ρωτούσαν; Ποιο ήταν το μήνυμα που θέλατε να τους μεταδώσετε;

 

Μου έκανε πολύ βαθιά εντύπωση αυτή η τηλεδιάσκεψη με τους μαθητές από τα Γιαννιτσά. Η απόλυτα αφοσιωμένη στο αντικείμενό της δασκάλα είχε επίσης θίξει το θέμα του φιλότιμου στην τάξη και έτσι συζητήσαμε τόσο γι’αυτό, όσο και για τη γερμανική γλώσσα γενικότερα. Οι μαθητές ήταν όλοι τους τόσο ενθουσιασμένοι! Είχαν προετοιμάσει ερωτήσεις, μερικές από τις οποίες με συγκίνησαν ιδιαίτερα.

 

 

Για παράδειγμα, μιλήσαμε για τη γερμανοελληνική σχέση, για την πολιτική, για την κρίση και τη στάση της πρώην ομοσπονδιακής κυβέρνησης εκείνης της περιόδου, καθώς επίσης και για πολύ γενικά πράγματα, όπως η καθημερινότητα στη Γερμανία. Ωστόσο, μια ερώτηση με εξέπληξε τελείως. Ήταν η πρώτη ερώτηση σε αυτήν την τηλεδιάσκεψη, από τον πρώτο μαθητή που ζήτησε να πάρει το λόγο. Με ρώτησε την εκτίμησή μου για το αν θα γινόταν πόλεμος μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας και τι θα έκανε σε μια τέτοια περίπτωση η Γερμανία. Δεν ήμουν προετοιμασμένος για αυτό. Μου φάνηκε τρομακτικό το ότι ένας πόλεμος με τη γειτονική χώρα ήταν ένα τόσο σημαντικό θέμα για τους νεαρούς μαθητές.

 

Και όπως είδαμε στην Ουκρανία, ακόμη και οι χειρότεροι φόβοι μπορούν να γίνουν πραγματικότητα. Γι’ αυτό εναπόκειται σε όλους μας, σε όλους τους ανθρώπους, να κάνουμε ό,τι μπορούμε, για να διασφαλίσουμε ότι δεν θα υπάρξει πόλεμος. Αυτό σημαίνει επίσης η λέξη φιλότιμο. Η διεθνής κατανόηση και ανταλλαγή είναι πολύ σημαντικά στοιχεία. Παρ’όλα αυτά ο πόλεμος στην Ουκρανία έδειξε ότι οι άνθρωποι είναι πάντα ικανοί για τα πιο φρικτά πράγματα. Πρέπει να το γνωρίζουμε αυτό. Ωστόσο, ας συνεχίσουμε να προσπαθούμε, ξανά και ξανά, κάθε μέρα, να ζούμε ειρηνικά ο ένας με τον άλλον αντί να στρεφόμαστε ο ένας εναντίον του άλλου.

 

 

Τι είναι αυτό που σας λείπει από την Ελλάδα, όταν βρίσκεστε στη Γερμανία και ποιο αντίστοιχα από τη Γερμανία, όταν βρίσκεστε στη δεύτερη πατρίδα σας;

 

Αυτό που μου λείπει περισσότερο, είναι ο διαφορετικός τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι συμπεριφέρονται ο ένας στον άλλον. Πρόκειται για μικροπράγματα, που κάνουν τη ζωή στην Ελλάδα να μοιάζει διαφορετική από εκείνη στη Γερμανία. Απλά ένα παράδειγμα, που το έζησα ξανά και ξανά και για το οποίο μιλάω πολύ συχνά. Στην Ελλάδα υπάρχει ένας πολύ πιο ευχάριστος τρόπος αντιμετώπισης των παιδιών. Οι Έλληνες αγαπούν πράγματι πολύ τα παιδιά.

 

Μου έχει συμβεί αρκετές φορές, μετά την επιστροφή μου από πολυήμερες διακοπές στην Ελλάδα, να βρεθώ και στη Γερμανία να περπατάω σε δρόμους με παιδιά. Ένας αστείος χαιρετισμός στη στάση του λεωφορείου, ένα αστείο ρητό όταν σε προσπερνά ένα παιδί. Τέτοια μικροπράγματα. Και στη Γερμανία αρέσουν όλα αυτά στα παιδιά, όχι όμως το ίδιο και στους γονείς τους.

 

Τουλάχιστον ως άντρας, αντιμετωπίζομαι πολύ πιο καχύποπτα όταν δείχνω μια τόσο φιλική επικοινωνία στα παιδιά των ξένων. Αυτό είναι πραγματικά λυπηρό, αν και φυσικά μπορώ να κατανοήσω τους φόβους των γονιών. Αλλά νομίζω ότι αυτό έχει να κάνει και με το κοινωνικό σύνολο, όπως επίσης και με το ότι οι ενήλικες είναι συχνά πιο επιφυλακτικοί.

 

 

Εκεί που το να κάνεις μια σύντομη κουβέντα με αγνώστους στη στάση του λεωφορείου δεν αποτελεί κάτι το ασυνήθιστο στην Αθήνα, αυτό είναι κάτι που δεν θα συνέβαινε αντίστοιχα ποτέ στη Γερμανία. Μου λείπει η πιο επικοινωνιακή προσέγγιση εδώ στη Γερμανία όπου μένω. Και τι άλλο λείπει; Ξεκάθαρα: το καλό φαγητό, ο συνήθως καλύτερος καιρός και αυτή η υπέροχα καταγάλανη θάλασσα που είναι απλά φανταστική. Θα μπορούσα να περάσω ώρες, μέρες, κοιτάζοντας απλά και μόνο τη θάλασσα. Με έναν φραπέ στο χέρι.