Η Θεσσαλονικιά σοκολατοποιός που κάνει τους Βέλγους να υποκλίνονται στο ταλέντο της
Όταν έχεις ένα πραγματικό όνειρο, τίποτα δεν σε εμποδίζει να το κυνηγήσεις, ακόμη κι αν χρειαστεί να φτάσεις σε μέρη όπου δεν φανταζόσουν ποτέ ότι θα γίνονταν η βάση πάνω στην οποία θα το έχτιζες. Ακριβώς όπως έκανε και η Μίνα Αποστολίδη, που άφησε πίσω της τη Θεσσαλονίκη και άνοιξε στο Βέλγιο το δικό της ατελιέ σοκολάτας, δίνοντάς του την ονομασία “MINA Handmade Chocolates”.
Εκεί όπου δημιουργεί τα σοκολατένια της «παιδιά», έχοντας δίπλα της τη φωτογραφία της γιαγιάς Δέσποινας, που από τότε που η εγγονή της έφτιαχνε ως μικρό κοριτσάκι τα πρώτα της σοκολατάκια, τη στήριζε σε όλα της τα βήματα. «Ακολούθα το όνειρό σου και δούλεψε γι’αυτό!» της έλεγε και η ίδια το τηρεί μέχρι σήμερα.
Μιλώντας στο lifesharing.gr αφηγείται το πώς πήρε την απόφαση να δοκιμάσει την τύχη της στη χώρα της σοκολάτας, κάνοντας όλο τον κόσμο να μιλά για την Ελληνίδα που μαγεύει με τις δημιουργίες της «κάνοντας τα μάτια τους να λάμπουν και τη γλώσσα τους να γελάει!».
Αυτή είναι η ιστορία της…
Συνέντευξη στη Βίκυ Καλοφωτιά
Εκτός από τόλμη, τι άλλο χρειάστηκε για να αφήσετε πίσω το χώρο των Δημοσίων Σχέσεων, της Επικοινωνίας και την Ελλάδα και να εγκατασταθείτε στο Βέλγιο φτιάχνοντας τις περιζήτητες σοκολάτες σας;
Μετά από δέκα χρόνια ενασχόλησης με τις Δημόσιες Σχέσεις και την Επικοινωνία, παραιτήθηκα και πήγα στο Ντουμπάι ως μητέρα και σύζυγος. Εκεί άρχισα να πουλάω για πρώτη φορά τις σοκολάτες μου. Αργότερα επέστρεψα στην Ελλάδα και μετά από τρία χρόνια ξεκίνησα να ασχολούμαι επαγγελματικά με τη σοκολάτα. Λίγα χρόνια μετά, αφού είχα ξεκινήσει στην Ελλάδα, έφυγα για το Βέλγιο για προσωπικούς λόγους και ξεκίνησα ξανά εκεί.
Εκτός, λοιπόν από τόλμη, που χρειάστηκε για να πάω σε μία από τις βασικές χώρες παρασκευής σοκολάτας, θα πρόσθετα ότι χρειάζεται επίσης να έχεις ένα όνειρο να ακολουθήσεις, πίστη, αγάπη, και πολλή δουλειά.
Υπήρξαν κάποιοι που προσπάθησαν να σας αποτρέψουν;
Κανείς δεν το πίστευε πραγματικά και για να το θέσω πιο εύστοχα, κανείς δεν με υποστήριζε την εποχή που ήμουν στην Ελλάδα και προσπαθούσα να αποφασίσω αν θα ξαναμπώ στο χώρο της Επικοινωνίας ή αν θα ξεκινήσω να ασχολούμαι επαγγελματικά με τη σοκολάτα.
Η αλήθεια είναι ότι στην Επικοινωνία με περίμενε μια θέση. Απλά υπήρχε πάντα η πιθανότητα να φύγω ξανά για το εξωτερικό και δεν ήθελα να πάω και να δουλέψω κάπου, να δώσω όλο μου τον εαυτό και να το αφήσω μετά το «παιδί» μου αυτό, ενώ με τη σοκολάτα θα μπορούσα να το πάρω μαζί μου, όπου κι αν πήγαινα.
Οπότε, την καθοριστική «σπρωξιά» μου την έδωσε ένας αγαπημένος αδερφικός φίλος, Ιταλός, ο Μάρκο Πενίζι, ο οποίος με ήξερε από τη συνεργασία μας στο χώρο της Επικοινωνίας. Όταν δοκίμασε τις σοκολάτες μου, είπε ότι αυτό είναι θείο δώρο και πρέπει να το κάνω όσο καλή κι αν ήμουν στην Επικοινωνία. Ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόμουν να ακούσω και τότε του είπα, εντάξει, και ότι θα ήθελα αυτός να είναι εκείνος που θα μου έκανε όλα μου τα γραφιστικά και πράγματι όλα αυτά τα χρόνια μέχρι πρόσφατα, ήταν εκείνος και το στούντιό του στο Μιλάνο, που με στήριζε.
Τι έχει αλλάξει στον τρόπο που αντιλαμβάνεστε την τέχνη της σοκολατοποιίας και τη ζωή, από τότε που φτιάξατε τα πρώτα σας σοκολατάκια ως μαθήτρια δημοτικού, μέχρι σήμερα;
Εντελώς πρακτικά, αναφορικά με τη σοκολατοποιία, εξελίχθηκα! Τότε έφτιαχνα σοκολατάκια με σοκολάτα που τη λιώναμε σε μπεν μαρί απλά ή στα μικροκύματα, ενώ τώρα πια εδώ και χρόνια ξέρω ότι τη σοκολάτα πρέπει πρώτα να τη στρώσουμε, δηλαδή να φτάσει πρώτα σε θερμοκρασία που να μπορεί να δουλευτεί, έτσι ώστε να είναι γυαλιστερή και να κάνει το σωστό ήχο και να μη λιώνει νωρίτερα από όσο χρειάζεται. Η σοκολάτα είναι πάντα ένα υλικό που αγαπάω πολύ και το θεωρώ και μυστήριο, όχι άγνωστο, απλά έχει πολλές διαφορετικές δυνατότητες.
Σε ό,τι αφορά στη ζωή, μεγάλωσα μέσα από το σοκολατένιο ταξίδι μου στο Βέλγιο. Επιπλέον, κάνοντας ένα όνειρο πραγματικότητα και κάνοντάς το επάγγελμα, είδα ότι θέλει πολλά περισσότερα πράγματα από το απλά να αγαπάς κάτι, να αγαπάς τη σοκολάτα. Ως επιχειρηματίας και επαγγελματίας χρειάζεται να είσαι και αυστηρός, μεθοδικός στα πάντα και όχι μόνο στην παραγωγή και φυσικά να προτείνεις κάτι διαφορετικό.
Μεγαλώσατε στη Θεσσαλονίκη, εκεί όπου κάνατε τα πρώτα όνειρά σας. Ποιες αναμνήσεις από εκείνα τα χρόνια σας δίνουν δύναμη σε δύσκολες στιγμές στην ξενιτιά και γενικότερα;
Από τότε που ήμουν μικρή, αν μιλήσουμε για τη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική, θυμάμαι ότι όταν έκανα κάτι καινούριο, άρεσε και μου έλεγαν μπράβο! Αυτό μου έδινε τη δύναμη και την όρεξη να συνεχίσω. Η γιαγιά μου και η μαμά μου μού ζητούσαν στα τραπέζια τους να κάνω εγώ το γλυκό και όταν το δοκίμαζαν οι φίλοι τους, χειροκροτούσαν και το ζητούσαν ξανά την επόμενη φορά.
Από εκεί και πέρα, θυμάμαι στιγμές στα μαθητικά χρόνια, που ήμουν πρόεδρος του σχολείου και υπήρχε αποδοχή και σεβασμός από τους καθηγητές, ακόμη και όταν αντιμετωπίζαμε δύσκολες καταστάσεις. Αυτό, σε συνδυασμό με την επιλογή μου να εκπροσωπήσω την Ελλάδα σε ένα νεανικό πρόγραμμα ηγεσίας στην Αμερική, μου έδωσαν θάρρος για να προχωρήσω και να αντιμετωπίσω στη συνέχεια κι άλλες προκλήσεις με επιτυχία.
Επίσης, πρόκληση ήταν και οι δύο μου δουλειές στην Επικοινωνία: ξεκίνησα το ‘92 το “Jazz on the Hill” στη Σάνη, που από το 1993 συμπεριλήφθηκε σε μια σειρά εκδηλώσεων, το γνωστό “Sani Festival”. Μετά από πέντε χρόνια, έφυγα και ξεκίνησα- πάλι καινούργιο πρότζεκτ- το γραφείο Αποφοίτων κι εξεύρεσης πόρων στο Αμερικάνικο Κολλέγιο «Ανατόλια». Και τα δύο αποτέλεσαν καινούργια πρότζεκτ / προκλήσεις, που μετά τις πρώτες βάσεις από εμένα, αναπτύχθηκαν με επιτυχία.
Συναρπάζουν κάποιες από τις σοκολατένιες σας δημιουργίες λίγο παραπάνω από τις άλλες, όσους επισκέπτονται το ατελιέ σας;
Για να είμαι ειλικρινής, είναι λίγες αυτές που δεν συναρπάζουν. Οι περισσότερες συναρπάζουν και η καθεμιά είναι διαφορετική. Η «Σεχραζάντ» (Shahrazad), η «πριγκίπισσά» μου, όπως τη λέω, είναι μια ταμπλέτα μικρή με επικάλυψη μαύρης σοκολάτας, ελληνικό ταχίνι και ελληνικά αμύγδαλα τα οποία καραμελώνουμε και αλατίζουμε εμείς. Αυτή αγαπιέται ιδιαίτερα και είναι από τα κορυφαία μπεστ σέλερς των δημιουργιών μου.
Μετά είναι τα “pebbles”, που είναι σαν βότσαλα και περιέχουν αμυγδαλοβούτυρο, αλατισμένα αμύγδαλα και μαύρη σοκολάτα. Επίσης, όλη η κολεξιόν από τις λαζούρες (Lasures), που είναι λεπτά φύλλα μαύρης ή γάλακτος σοκολάτας με ξηρούς καρπούς ή πορτοκάλι. Επίσης, στα αγαπημένα είναι και οι αλοιφές μου, η “ChocoRola” χωρίς γάλα, κρέμα και η “A la catalan” με κρέμα, ελαιόλαδο και αφρό αλατιού από το Μεσολόγγι.
Φυσικά είναι και οι τρούφες μου, η καθεμιά με διαφορετική προσωπικότητα, πολλές από αυτές εμπνευσμένες από την Ελλάδα και τη Μέση Ανατολή. Μία από αυτές μάλιστα, η «Λέυλα» (Layla), με το τριαντάφυλλο, πήρε πριν από δύο χρόνια χρυσό διεθνές βραβείο, ενώ τρεις από αυτές, η «Παυλίνα» (Pavlina), η «Αθηνά» (Athena) και η «Σοφία» (Sofia), με το ελαιόλαδο, έχουν ταξιδέψει στην Ιαπωνία.
Σε ό,τι αφορά την επίσκεψη του κόσμου στο μαγαζί μεγάλη σημασία έχει και η συνολική εικόνα, δηλαδή δεν είναι μόνο η σοκολάτα, είναι η ιστορία που υπάρχει πίσω από αυτήν, είναι τα υλικά, πολλά από τα οποία φέρνω από την Ελλάδα και τα επεξεργάζομαι η ίδια, όπως για παράδειγμα αμύγδαλα Καβάλας, σύκα από την Κύμη Ευβοίας, φυστίκια Αιγίνης, καρύδια, ταχίνι, ελαιόλαδο.
Ο τρόπος παρασκευής που εφαρμόζω εγώ δεν υπάρχει στο Βέλγιο, όπως τα δαμάσκηνα γεμιστά με καρύδια και επικάλυψη εξαιρετικής μαύρης σοκολάτας ή το πώς φτιάχνεται το λικέρ από βύσσινο και πώς μετά το χρησιμοποιώ για να φτιάξω σοκολάτες. Όλα αυτά μαζί τους γοητεύουν, είναι ένα ολόκληρο ταξίδι, σε συνδυασμό βέβαια με τις πολύ καλές γεύσεις.
Θυμάστε συμβουλές από τη γιαγιά σας και τον φημισμένο τεχνίτη του χαλβά από την Πόλη προπάππο σας, που κρατάτε μέσα σας σαν «φυλαχτό»;
Τον προπάππο μου δυστυχώς δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω. Η γιαγιά μου η Δέσποινα ήταν αυτή που με σημάδεψε και που μαγείρευε πολύ. Ήταν αυτή που ήρθε από την Άγκυρα, μετά πήγε στην Πόλη και μετά έφτασε στη Θεσσαλονίκη. Η ίδια είχε περάσει μια ζωή δύσκολη, γεμάτη προκλήσεις.
Ήταν πάντα σοβαρή και ταυτόχρονα με το χαμόγελο, εξαιρετική μαγείρισσα και αγαπητή από μικρούς και μεγάλους, πλούσιους και φτωχούς. Με στήριζε πάρα πολύ σε όλα όσα ήθελα να κάνω, ακόμη και στο να φύγω από την Ελλάδα και να σπουδάσω στην Αμερική με υποτροφία στην Επικοινωνία. Μου έλεγε συνέχεια: «Ακολούθα το όνειρό σου και δούλεψε γι’αυτό!».
Τη γιαγιά μου την έχω και σε μία φωτογραφία από την αποφοίτησή της από το Αμερικάνικο Κολλέγιο «Ανατόλια» στη Θεσσαλονίκη, την οποία την έχω τοποθετήσει σε μια πλευρά του τοίχου στο πρώτο μου κατάστημα και πράγματι την έχω σαν «φυλαχτό». Πάντα τη θυμάμαι. Έχει φύγει από τη ζωή από την Πρωτομαγιά του 1997, ζυμώνοντας ψωμί. Ακόμα κλαίω που έφυγε, είμαι όμως ευγνώμων, γιατί περάσαμε μαζί τα τελευταία της γενέθλια και Χριστούγεννα…
Ποιος είναι ο δικός σας ορισμός για τη σοκολάτα και τι σημαίνει αυτή για εσάς;
Θα σας πω κάτι που είχε πει ένα κοριτσάκι πριν από πολλά χρόνια, όταν δοκίμασε σοκολάτα μου. «Μαμά, η γλώσσα μου γελάει!». Αυτό είναι για εμένα η σοκολάτα. Η χαρά που δίνω, τα μάτια που λάμπουν, όταν δοκιμάζει κάποιος τις δημιουργίες μου και η μεγάλη χαρά, όταν δημιουργώ μια καινούρια γεύση. Πολλές φορές χορεύω μόνη μου, όταν βγάζω αυτό που θέλω!
Συγχρόνως είναι ένα ταξίδι μέσα από το οποίο έχω πάρει χαρές αλλά φυσικά έχω πάρει και απογοητεύσεις. Ένα ταξίδι προόδου, που με κρατάει σε εγρήγορση συνέχεια. Είμαι ευγνώμων για τη δυνατότητα που είχα στο να κάνω το όνειρό μου πραγματικότητα και να πηγαίνει καλά.
Μέχρι τα Χριστούγεννα σχεδιάζετε να έχετε ανοίξει το δεύτερο κατάστημά σας στις Βρυξέλλες. Ποιοι είναι οι επόμενοι στόχοι σας;
Ναι, με το καλό πριν από τα Χριστούγεννα θα ανοίξει το δεύτερο και κεντρικότερο κατάστημα, η μπουτίκ σοκολάτας του “MINA Handmade Chocolates”. Από εκεί και πέρα ο επόμενος στόχος είναι να υπάρχουν οι σοκολάτες μου και στην Αθήνα. Τα υπόλοιπα τα κρατάω για να τα μοιραστώ στο εγγύς μέλλον!