
Το ελληνικό καλοκαίρι στον καμβά
Από το φως του Αιγαίου ως τον εσωτερικό ήλιο της ταυτότητας στην ελληνική ζωγραφική.
Το ελληνικό καλοκαίρι δεν είναι απλώς μια εποχή – είναι μια αίσθηση, μια μνήμη, ένα φως.
Στη νεοελληνική ζωγραφική, από τα τέλη του 19ου αιώνα έως σήμερα, το καλοκαίρι έχει αποκτήσει μυθικές διαστάσεις. Είναι κάτι περισσότερο από τοπίο: είναι έκφραση πολιτισμού, προσωπικότητας, αλλά και συλλογικής ταυτότητας. Οι ζωγράφοι του ελληνικού χώρου, με διαφορετικά μέσα και ύφη, έχουν επιχειρήσει να συλλάβουν το άπιαστο: το φως, τη ζέστη, τη σιωπή του μεσημεριού, τη λάμψη της θάλασσας, τις σκιές των ανθρώπων και των σπιτιών.
Η εικαστική προσέγγιση του ελληνικού καλοκαιριού αρχίζει δειλά από τη Σχολή του Μονάχου. Ο Νικηφόρος Λύτρας, με τον διακριτικό ρεαλισμό και την κοινωνική του ευαισθησία, μας χαρίζει στιγμές γεμάτες φως και παιδικότητα. O Νικόλαος Λύτρας, γιος του Νικηφόρου, θα ξεφύγει από τον ακαδημαϊκό χαρακτήρα του πατέρα του, όπως φαίνεται στον πίνακα «Αγόρι με ψάθινο καπέλο», όπου αποτυπώνεται μια πρώιμη εκδοχή του ελληνικού καλοκαιριού: ο ήλιος δεν φαίνεται, αλλά γίνεται αισθητός από τις σκιές στο πρόσωπο του παιδιού, από το καπέλο που το προστατεύει, από το ελαφρύ χαμόγελο που υποδηλώνει την ανεμελιά. Είναι ένα βλέμμα αθωότητας μέσα στο εκτυφλωτικό φως της πατρίδας, μια πρόγευση της σχέσης του Έλληνα με το καλοκαίρι.
Καθώς η ελληνική ζωγραφική απελευθερώνεται από τις ακαδημαϊκές φόρμες, το φως έρχεται στο προσκήνιο. Ο Παρθένης χρησιμοποιεί το φως ως μεταφυσικό στοιχείο, σχεδόν θρησκευτικό∙ μέσα από έργα όπως το «Τοπίο της Κέρκυρας», υψώνει το ελληνικό καλοκαίρι σε σχεδόν ιδεατή κατάσταση. Το φως, το τοπίο και η απλότητα αποκτούν μια μεταφυσική χροιά, σαν να κοιτάζει κανείς την Ελλάδα όχι με τα μάτια, αλλά με την ψυχή.
Οι τοπιογραφίες του Παπαλουκά, ιδιαίτερα από την Αίγινα, αγκαλιάζουν το φως με σχεδόν βυζαντινή αίσθηση ιερότητας. Το ελληνικό καλοκαίρι πλέον δεν είναι απλώς τοπίο – είναι ψυχικό τοπίο.
Και φτάνουμε στον Γιάννη Τσαρούχη, τον μεγάλο ερμηνευτή του ελληνικού καλοκαιριού. Οι ναύτες του, οι τοίχοι που αντανακλούν τον ήλιο, τα παράθυρα που ανοιγοκλείνουν βαριεστημένα, η γυμνή σάρκα κάτω από τον ήλιο – όλα μιλούν για μια Ελλάδα καθημερινή, ερωτική, και βαθιά υπαρξιακή. Ο ίδιος έλεγε: «Η Ελλάδα είναι φως και σκιά», συνοψίζοντας τον πυρήνα της εικαστικής του φιλοσοφίας. Μέσα στους πίνακές του, το καλοκαίρι αποκτά σχεδόν θεατρικότητα, σαν σκηνή που περιμένει να παιχτεί μια διαχρονική παράσταση.
Στους νεότερους δημιουργούς, το καλοκαίρι διατηρεί τη θέση του, αλλά επαναπροσδιορίζεται.
Ο Χρόνης Μπότσογλου το μεταφέρει σε πιο υπαρξιακούς τόνους – το σώμα, η μνήμη, η φθορά μέσα στο άπλετο φως. Η σύγχρονη ζωγραφική, συχνά με μινιμαλιστικά ή συμβολικά μέσα, προσεγγίζει το καλοκαίρι όχι μόνο ως εικαστική πρόκληση αλλά και ως ψυχολογική εμπειρία, ως στιγμή ρευστή ανάμεσα στην ανάπαυση και την ένταση.
Το ελληνικό καλοκαίρι στον καμβά είναι το φως που συνθλίβει τις σκιές. Είναι το μπλε που δεν είναι ποτέ ίδιο. Είναι η ώρα του μεσημεριού που παγώνει τον χρόνο. Είναι το αγόρι με το ψάθινο καπέλο, που χωρίς να ξέρει, κουβαλάει στους ώμους του όλη τη σαγήνη μιας εποχής. Είναι η Αίγινα του Παπαλουκά, ο ήλιος του Τσαρούχη, η σιωπή του Παρθένη, το αδιόρατο χαμόγελο ενός παιδιού που κοιτάει το καλοκαίρι κατάματα.
Σε έναν τόπο όπου το φως είναι σχεδόν θεότητα, η ζωγραφική δεν μπορεί παρά να το αποτυπώνει – και το ελληνικό καλοκαίρι, ως η αποθέωση του φωτός, παραμένει μέχρι σήμερα το αέναο πεδίο έμπνευσης, επιστροφής και αποκάλυψης.
Λαμπρινή Μπενάτση
Δρ. Ιστορικός Τέχνης