Ευαγγελία Τσαπατσάρη: «Οι γυναίκες οφείλουν να έχουν φωνή και μάλιστα δυνατή» – Από την πατριαρχία, στη γυναικοκτονία και την έμφυλη βία

Ευαγγελία Τσαπατσάρη: «Οι γυναίκες οφείλουν να έχουν φωνή και μάλιστα δυνατή» – Από την πατριαρχία, στη γυναικοκτονία και την έμφυλη βία

Όλο και πληθαίνουν τα περιστατικά κακοποίησης και δολοφονίας μιας γυναίκας, γεγονός που έρχεται να υπογραμμίσει του λόγου το αληθές: είναι πια καιρός να το κοιτάξουμε όλοι κατάματα και να το αντιμετωπίσουμε ως αυτό ακριβώς που είναι. Ένα τέρας που έχει όνομα, έστω κι αν ακόμη δεν έχει αναγνωριστεί νομικά, καθιστώντας έτσι τις γυναίκες ουσιαστικά απροστάτευτες απέναντί του. Το φαινόμενο της γυναικοκτονίας, το οποίο ιδίως την περασμένη χρονιά έφτασε δυστυχώς σε υψηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με κάθε άλλη χρονιά στο παρελθόν.

Η Κοινωνιολόγος, Σύμβουλος Ψυχικής υγείας, Ψυχοθεραπεύτρια και Πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Κοινωνιολόγων, Ευαγγελία Τσαπατσάρη, αναλύει στο The fun of Lifesharing τον όρο γυναικοκτονία και όλα όσα αποδεικνύουν και στην πράξη ότι «η αγάπη δεν σκοτώνει»…

Συνέντευξη στη Βίκυ Καλοφωτιά

 

Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, το 2021 υπήρξε η χρονιά με τον υψηλότερο αριθμό γυναικοκτονιών μέχρι σήμερα. Πού οφείλεται αυτό;

Δεν είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που παρατηρούμε αύξηση της έμφυλης βίας σε μια περίοδο που οι γυναίκες διεκδικούν ορατότητα και δικαιώματα. Τα αίτια αύξησης των δολοφονιών των γυναικών εντοπίζονται σε παράγοντες, όπως ο πολύμηνος εγκλεισμός, η πατριαρχική δομή της κοινωνίας, αλλά και η συνεχιζόμενη οικονομική κρίση.

Κατά την οικονομική κρίση, άνθρωποι έχασαν τις δουλειές τους, άλλοι είδαν να μειώνεται ο μισθός τους και παράλληλα το άγχος αυξήθηκε δραματικά. Η οικονομική πίεση είχε επιπτώσεις στον συναισθηματικό κόσμο των πολιτών και το έντονο στρες οδήγησε σε συγκρούσεις μέσα στην οικογένεια και κατ’επέκταση και στην άσκηση βίας. Τα προβλήματα που ενδεχομένως προϋπήρχαν, έγιναν ακόμη πιο έντονα, αυξήθηκε η κατανάλωση ουσιών και αλκοόλ και μαζί και η βία.

Το περιβάλλον επίσης της πανδημίας, αύξησε την ένταση στα κλειστά συστήματα. Περισσότερες γυναίκες βρέθηκαν εγκλωβισμένες σε βίαιες και κακοποιητικές σχέσεις. Σε σχέσεις όπου υπήρχαν προβλήματα, η περίοδος της πανδημίας λειτούργησε επιβαρυντικά.

Αυτό που συμβαίνει σε σχέση με την πατριαρχία είναι ότι αφενός μπορούμε να μιλάμε για ένα σύστημα το οποίο δομεί μια ολόκληρη κοινωνία, από την άλλη όμως είναι και πώς τα άτομα το αντιμετωπίζουν. Η πατριαρχική δομή της κοινωνίας υπάρχει και ακόμα πιο έντονα στην ελληνική επαρχία. Η βία δεν κάνει διακρίσεις. Η παλιά αντίληψη της πατριαρχίας εξακολουθεί να υπάρχει και ακολουθεί τις γυναίκες όσο και εάν αναλαμβάνουν σημαντικές θέσεις.

Η μητέρα της δολοφονημένης Ελένης Τοπαλούδη έχει δηλώσει: «Όσο μεγαλώνουμε νταήδες και ψευτόμαγκες, που δεν έχουν μάθει να σέβονται και να αγαπούν, οι γυναικοκτονίες θα αυξάνονται». Πώς μπορούν οι γονείς να αναθρέφουν γιους που σέβονται τις γυναίκες;

Αν θέλουμε να δημιουργήσουμε μία κοινωνία ισότητας, στην οποία όλοι θα μπορούν να ευημερούν, πρέπει να δώσουμε στους γιους μας περισσότερες επιλογές.

Το βασικότερο είναι τα πρότυπα, στα οποία τα αγόρια ανταποκρίνονται το ίδιο αποτελεσματικά, όπως και τα κορίτσια..Έχει αποδειχτεί, ότι τα αγόρια που μεγαλώνουν σε οικογένειες χωρίς πατρικό πρότυπο, εμφανίζουν χειρότερη συμπεριφορά, ακαδημαϊκές επιδόσεις και εισοδήματα και αυτό μπορεί να οφείλεται στο ότι δεν βλέπουν κάποιον άντρα να αναλαμβάνει τις ευθύνες της ζωής. Έχει σημασία, λοιπόν, να συναναστρέφονται με καλούς άντρες, αλλά και ισχυρά γυναικεία πρότυπα.

Πολύ, επίσης σημαντικό είναι η ανάπτυξη της ενσυναίσθησης, κυρίως το να μπαίνω στη θέση του άλλου. Δεν είναι καθόλου εύκολο να μπεις κυριολεκτικά στη θέση του άλλου.. Η ενσυναίσθηση γίνεται μέσα από τα λόγια, μέσα από τη συζήτηση, μέσα από το «αν ήσουν εσύ στη θέση του, πώς θα ένιωθες; Τι θα έκανες;»

Όταν ένα παιδί μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον όπου υπάρχει σεβασμός και κατανόηση, σίγουρα θα είναι πιο εύκολο να κατακτήσει και το ίδιο αυτές τις αξίες. Αντίστοιχα όταν ένα παιδί μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον όπου δεν υπάρχει αυτή η αξία ως συμπεριφορά και παράδειγμα, θα του είναι δυσκολότερο. Συγκεκριμένα όμως για τους γιούς, θα είχε επιπλέον πολύ μεγάλη βαρύτητα το να μεγαλώνουν χωρίς τα πατριαρχικά στερεότυπα του παρελθόντος, τα οποία είναι μια βασική αιτία για τις γυναικοκτονίες που συμβαίνουν επαναλαμβανόμενα στην χώρα μας και στον κόσμο.

Δεν πρέπει ο γιος να μάθει ότι «ο άντρας έχει την εξουσία», «ο άντρας αποφασίζει», «ο άντρας είναι ανώτερος», «ο άντρας πρέπει να γίνεται βίαιος όταν αδικείται ή όταν δεν τον σέβονται», «ο άντρας δεν κλαίει», «ο άντρας πρέπει να προστατεύει τον ανδρισμό του πάσει θυσία». Ο γιός πρέπει να μάθει να σέβεται, να αισθάνεται χωρίς ντροπή, να αποδέχεται την ήττα, να μην προσβάλλεται όταν κάποιος του θίξει τον «ανδρισμό» του, να μην ασκεί βία αλλά να χρησιμοποιεί διάλογο. Να μάθει να αντιμετωπίζει τους ανθρώπους ισάξια και με σεβασμό, ανεξαρτήτως φύλου, εθνικότητας και προτιμήσεων. Να μην αποζητά την ενίσχυση του ανδρισμού του, αλλά να στοχεύει στην προσωπική του εξέλιξη.

Να μάθει επιπλέον, ότι οι γυναίκες δεν είναι ιδιοκτησία κανενός, και είναι ελεύθερες να αποφασίζουν για τον εαυτό τους μεμονωμένα, όπως οφείλουν όλοι. Αν κατακτηθούν όλα αυτά, ο γιος θα έχει μάθει να σέβεται τον άνθρωπο, είτε είναι γυναίκα είτε είναι άνδρας.

Με ποιους τρόπους πρέπει αντίστοιχα να «ατσαλώνουν» τις κόρες τους, για να αντιμετωπίζουν με θάρρος τη ζωή;

Οι κόρες πρέπει να μεγαλώνουν επίσης χωρίς στερεότυπα. Είναι πολύ επικίνδυνο το να μεγαλώνουμε τις κόρες μας σαν αθώα και αγνά πλάσματα, το «purity culture» με λίγα λόγια. Πρέπει να ενισχύουμε την αυτοπεποίθησή τους από τα πρώτα τους κιόλας χρόνια. Θυμίζοντάς τους το πόσο δυνατές είναι, το να είναι ανεξάρτητες και γενναίες. Φυσικά προειδοποιούμε για τους κινδύνους με ώριμο τρόπο και όχι εκφοβιστικό.

Οι γυναίκες δυστυχώς για πάρα πολλά χρόνια, ακόμη και μέχρι σήμερα, μεγαλώνουν με κύριο γνώμονα τον φόβο και την ντροπή. Αυτό έχει φυσικά ως αποτέλεσμα να θυματοποιούνται και να κατηγορούν την φύση τους σε πολλά γεγονότα. Πρέπει λοιπόν να γίνεται γνωστό στις κόρες ότι η φύση τους δεν είναι ντροπή και ούτε ποτέ θα έπρεπε. Να είναι περήφανες για τη φύση τους και σίγουρες.

Ας αφήσουμε καλύτερα τα «πόσο όμορφη είσαι», «οι γυναίκες είναι γλυκές και γελαστές», «είσαι η πριγκίπισσά μου» και ας πιάσουμε τα «τι ικανή που είσαι!», «πόσο έξυπνα το χειρίστηκες αυτό!», «θα ήθελα να ακούσω την άποψή σου στο συγκεκριμένο θέμα». Πρέπει να έχουν φωνή, αυτοσεβασμό, αυτοπεποίθηση και επίγνωση. Μιλάμε για τον σεξισμό ανοιχτά και θεμελιώνουμε θετικά πρότυπα επιτυχημένων επιστημόνων γυναικών.

Επομένως, εκτός του ότι είμαστε πρότυπο σωστής συμπεριφοράς, «περνάμε» συνέχεια τα μηνύματα του σεβασμού στον άλλο άνθρωπο, είτε είναι αγόρι είτε είναι κορίτσι, αλλά κυρίως του σεβασμού και των ορίων που αφορά τον εαυτό μας.

Αρκετές οργανώσεις και δίκτυα υποστήριξης γυναικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων αγωνίζονται ενάντια στην έμφυλη βία, με στόχο τη νομική αναγνώριση του όρου «γυναικοκτονία» και την αλλαγή του νομικού πλαισίου. Για ποιο λόγο όμως αυτό δεν έχει ακόμη επιτευχθεί;

Ο όρος γυναικοκτονία, είναι ένας όρος που προέρχεται από τις κοινωνικές επιστήμες, η αναγκαιότητα χρήσης του οποίου, τις τελευταίες δεκαετίες, έχει αρχίσει να κερδίζει έδαφος, και χρησιμοποιείται εκτενώς στην Λατινική Αμερική, εξαιτίας της μεγάλης αύξησης βίαιων θανάτων γυναικών. Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων, η γυναικοκτονία ορίζεται ως η δολοφονία γυναικών και κοριτσιών, εξαιτίας του φύλου τους

Το βασικό κίνητρο μιας γυναικοκτονίας είναι το φύλο του θύματος, αλλά συχνά και η άρνηση συμμόρφωσής του στα πατριαρχικά προτάγματα, άρνηση που επιτάσσει την τιμωρία του με τον πιο ακραίο τρόπο. Αφορά όλες τις μορφές και τα είδη σεξιστικής δολοφονίας, ανεξάρτητα από το εάν προκαλούνται από μισογυνισμό, από σεξουαλική ευχαρίστηση ή από την αίσθηση της κυριαρχίας επί των γυναικών και άλλων θηλυκοτήτων. Πρόκειται, κατά συνέπεια, για ένα σεξιστικό, τιμωρητικό έγκλημα.

Ο όρος femicide κατεγράφη για πρώτη φορά στη νομική ορολογία στην Αγγλία το 1801 για να ορίσει «τη δολοφονία μιας γυναίκας», το 1848 δημοσιεύτηκε στο νομικό λεξικό Wharton και με το πέρασμα του χρόνου εγκαταλείφθηκε. Η τρέχουσα χρήση προέκυψε στο πλαίσιο των φεμινιστικών κινημάτων της δεκαετίας του 1970 από φεμινίστριες νομικούς, οι οποίες θέλησαν να φωτίσουν έμφυλα και πολιτικά το πλήθος των δολοφονιών με θύματα γυναίκες. Όπως τόνιζαν, έπρεπε να αναγνωριστεί πως πρόκειται για συγκεκριμένη πατριαρχική, σεξιστική πολιτική με εργαλείο τη δολοφονία.

Ο όρος γυναικοκτονία (femicide), μεταξύ άλλων, ξεπερνάει τη σημασία του εγκλήματος και συμπυκνώνει την αντίσταση στα πολλαπλά είδη της γυναικοκτονίας. Στην ουσία πρόκειται για υποκίνηση σε πολιτιστική αλλαγή, που δεν θα ανέχεται την έμφυλη ανισότητα και βία και δεν θα έχει χώρο γι’ αυτού του είδους τα φαινόμενα. Η πολύ πρόσφατη τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα προβλέπει πλέον μόνον την ποινή των ισοβίων για την ανθρωποκτονία με δόλο εκτός από την ανθρωποκτονία που τελείται εν βρασμώ ψυχικής ορμής, η οποία εξακολουθεί να τιμωρείται με κάθειρξη

Η ανθρωποκτονία με τα χαρακτηριστικά της γυναικοκτονίας, κατά την άποψή μου, δεν τελείται εν βρασμώ ψυχικής ορμής. Ο θύτης δεν διαλέγει το θύμα του σε παρόρμηση στιγμής. Η πράξη του αποτελεί την έκφραση βαθιά ριζωμένων έμφυλων σεξιστικών συνδρόμων με βάση τα οποία έχει διανύσει τον μέχρι τούδε βίο του, θα έπρεπε επομένως να οδηγεί στον αποκλεισμό της επίκλησης του βρασμού ψυχικής ορμής, που, όπως δυστυχώς διαπιστώσαμε, αποτελεί τον πρώτο και τον συνηθέστερο ισχυρισμό. Σύμφωνα με τα παραπάνω, μπορούμε όλοι να βγάλουμε το ανάλογο συμπέρασμα. Ας ανεχτούν λοιπόν τη λέξη γυναικοκτονία, ακόμα κι αυτοί που τη θεωρούν νεολογισμό.

Γίνεται επαρκής προσπάθεια ενημέρωσης και στα σχολεία και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας ή έχουμε πολύ δρόμο να διανύσουμε προς αυτήν την κατεύθυνση;

Δυστυχώς έχουμε πολύ δρόμο να διανύσουμε ακόμη. Το εκπαιδευτικό σύστημα είναι εξαιρετικά ελλειπές όσον αφορά την ενημέρωση ως προς τα κοινωνικά φαινόμενα και την ευαισθητοποίηση. Τα περισσότερα σχολεία δεν αφιερώνουν καθόλου χρόνο ή έστω τον χρόνο που θα όφειλαν ώστε τα παιδιά να έχουν μια κατεύθυνση και μια γνώση για τα κοινωνικά φαινόμενα που απασχολούν την καθημερινότητά μας πλέον. Δεν ενημερώνουν για την συναίνεση, για τον σεβασμό για τις συνέπειες που μπορεί να έχουν οι πράξεις τους, τουλάχιστον όχι επαρκώς.

Σίγουρα γίνονται πλέον περισσότερες δράσεις και έχουν γίνει προσπάθειες, βέβαια χρειάζεται πολύς περισσότερος χρόνος για τα συγκεκριμένα ζητήματα. Ιδανικά, η κοινωνική συμπεριφορά και τα κοινωνικά φαινόμενα, θα έπρεπε να εντάσσονται στο πρόγραμμα διδασκαλίας διότι είναι κάτι που θα απασχολήσει τα παιδιά αργότερα, και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό, στην πράξη.

Χρειάζονται συγκεκριμένα  προγράμματα, όπου στόχος τους θα  είναι η ενημέρωση και η ευαισθητοποίηση των εκπαιδευτικών και των μαθητών/-τριών σε θέματα ισότητας των φύλων, έμφυλης βίας και έμφυλων διακρίσεων, η αλλαγή στερεοτυπικών αντιλήψεων για τις σχέσεις των φύλων, καθώς και η καλλιέργεια στάσεων και η ανάπτυξη δεξιοτήτων για τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την πρόληψη των έμφυλων διακρίσεων αλλά και της βίας.

«Δεν την σκότωσε η αγάπη αλλά η γυναικοκτονία» διαβάζει κανείς σε γκράφιτι στους δρόμους. Είναι αυτή η φράση κάτι που πλέον παραδέχεται η κοινωνία με τη μορφή που παρουσιάζει σήμερα;

Είναι τραγικό το ότι ακόμα πρέπει να συζητάμε πως η αγάπη δεν σκοτώνει. Πως ο έρωτας δεν κάνει έναν άνδρα να πάρει την καραμπίνα και να πυροβολήσει τη σύντροφό του στο πρόσωπο με το παιδί τους να κοιμάται στο διπλανό δωμάτιο, επειδή ήθελε αυτή να τον χωρίσει.

Δεν είναι η αγάπη που κάνει τον ανίατα βίαιο κι επιθετικό  σύζυγο η σύντροφο, νυν ή πρώην  να σκοτώνει, για να μη ζήσει χωρίς εκείνον. Είναι το αίσθημα της ιδιοκτησίας, ο νοσηρός εγωισμός και φυσικά η ισότητα που θέλει πολύ ακόμα για να περάσει από τους νόμους στη συνείδηση ορισμένων. Παρ’όλα αυτά είναι ελπιδοφόρα τα μηνύματα που μας έρχονται και δείχνουν ότι, κυρίως οι νεότερες γενιές παραδέχονται πλέον την πραγματικότητα.

Γιατί πιστεύετε ότι ήταν η περσινή χρονιά η στιγμή εκείνη, που οι γυναίκες άρχισαν να μιλούν ανοιχτά για περιστατικά βίας και σεξουαλικής παρενόχλησης, που υπέστησαν;

Έπρεπε να γίνει η αρχή. Πολλές φορές, μόνο αυτό χρειάζεται για να ανοίξουν οι ασκοί του Αιόλου.  Ξεκινάει κάποια πρώτη, και δίνει θάρρος στις επόμενες.

Το 2021 έγινε αυτή η αρχή, και το κίνημα #MeToo έφτασε, έστω καθυστερημένα, στην Ελλάδα. Ακολούθησαν πολλές ακόμη γυναίκες, που άρχισαν να θυμούνται και να καταγγέλλουν, που ανέσυραν τα  ψυχικά τους τραύματα και ήρθαν στην επιφάνεια, και ξεκίνησε μια μεγάλη συζήτηση. Για τη βία σε βάρος των γυναικών, τη θέση τους στην κοινωνία, τον τρόπο που μεγαλώνει η οικογένεια τα αγόρια στη χώρα μας, το εκδικητικό πορνό, τις μισθολογικές ανισότητες, τις παρενοχλήσεις, την υποεκπροσώπηση των γυναικών σε θέσεις ευθύνης.

Οι γυναίκες νοιώθουν πλέον περισσότερο ασφαλείς να μιλήσουν, ότι δεν είναι μόνες τους σε όλο αυτό. Βέβαια είναι και λίγο καλύτερες οι συνθήκες πλέον για να μιλήσεις για ένα τέτοιο ζήτημα. Ίσως όντως ακουστείς, και λάβεις υποστήριξη και κατανόηση. Παίζει δηλαδή ρόλο και η εποχή στην οποία ζούμε, διότι 30 χρόνια πριν σίγουρα ήταν πολύ δύσκολο, έως και αδιανόητο.

Επίσης, είναι τόσα πολλά τα περιστατικά παρενόχλησης και βίας, που κάποια στιγμή υπερτερεί η ανάγκη λύτρωσης και ανακούφισης. Ας μην θεωρούμε βέβαια ότι τώρα ξεκίνησαν να συμβαίνουν όλα αυτά. Η αλήθεια είναι ότι ανέκαθεν συνέβαιναν, τώρα όμως η διαφορά είναι ότι επιτέλους ακούγονται. Και πάντα θα πρέπει να ακούγονται.

Λόγω της ιδιότητάς σας έρχεστε καθημερινά σε επικοινωνία με γυναίκες. Ανάμεσά τους βρίσκονται και κάποιες που ακόμη δεν τολμούν να «σπάσουν» τη σιωπή τους. Γιατί;

Αυτό είναι ένα τρανταχτό παράδειγμα των όσων αναφέρθηκαν παραπάνω. Μεγαλώνοντας με φόβο και ντροπή, αυτές οι γυναίκες δεν αισθάνονται ότι έχουν τη δύναμη να αντιδράσουν. Πολύ συχνά, κατηγορούν και τον ίδιο τους τον εαυτό για την βία που μπορεί να εισπράττουν. Νιώθουν ενοχές, τύψεις και φυσικά φόβο. Ο κακοποιητής κιόλας, τις περισσότερες φορές ξέρει πολύ καλά πώς να καταφέρει να κάνει το θύμα να αισθάνεται όλα τα παραπάνω.

Δημιουργείται πολύ εύκολα εξάρτηση στη δυναμική της σχέσης θύτη-θύματος. Το θύμα έπειτα, νιώθει ότι φταίει για ό,τι του συμβαίνει, και πως χωρίς αυτήν την σχέση δεν μπορεί να συνεχίσει. Πολλές γυναίκες φοβούνται να μιλήσουν για την οδυνηρή εμπειρία τους και προσπαθούν να την ξεχάσουν, αλλά αυτό είναι αδύνατον. Η  κακοποίηση «τραυματίζει» ολόκληρη τη ζωή των γυναικών και δεν μπορεί να σβηστεί από τη μνήμη και το σώμα των θυμάτων Οι γυναίκες-θύματα κακοποίησης δεν αποκαλύπτουν την αλήθεια γιατί γνωρίζουν ότι θα έρθουν αντιμέτωπες με την καχυποψία, την περιφρόνηση και τον κοινωνικό στιγματισμό.

Όταν προσβάλλεται και καταπατάται καθημερινά η υπόστασή σου, κάποια στιγμή είσαι απλά εξαντλημένη να αντιδράσεις και αποδέχεσαι την ζωή σου ως έχει. Πράγμα που φυσικά δεν ισχύει στην πραγματικότητα γιατί πάντα υπάρχει άλλος τρόπος και είναι πάντα καλύτερο να τα καταφέρεις και να ζητήσεις βοήθεια.

Οι γυναίκες πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι δεν ευθύνονται, πρέπει να πιστέψουν ξανά στον εαυτό τους και να επανακτήσουν την αυτοπεποίθησή τους. Σε αυτή την κατεύθυνση δουλεύουμε ψυχοθεραπευτικά και τολμώ να πω ότι έχουμε πολύ καλά αποτελέσματα, γι αυτές τις γυναίκες που φυσικά έχουν αυτή τη δυνατότητα. Οι ίδιες οφείλουν να έχουν φωνή και μάλιστα δυνατή!

Εκτός από την ένταξη του όρου «γυναικοκτονία» ως διακριτού εγκλήματος στον Ποινικό Κώδικα, ποια άλλα βήματα είναι αναγκαίο να δρομολογηθούν από την Πολιτεία, για να γίνει αυτός ο κόσμος πιο ανθρώπινος για όλες τις γυναίκες;

Φυσικά ή ένταξη του όρου «γυναικοκτονία» είναι μια αρχή. Βέβαια, στην πράξη υπάρχει το πρόβλημα. Οι γυναίκες δεν προστατεύονται ουσιαστικά από τον νόμο. Δεν είναι λίγες οι φορές που θύματα κακοποίησης έχουν απευθυνθεί στις Αρχές και δεν προστατεύτηκαν με κανέναν τρόπο, μάλιστα κάποιες βρέθηκαν αργότερα δολοφονημένες. Έγινε σωστή έρευνα για την δολοφονία τους, όμως δεν απετράπη και αυτό είναι ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα.

Τα περιοριστικά μέτρα, παραβιάζονται εύκολα, δεν είναι τόσο δραστική αυτή η λύση. Έτσι μάλιστα, πολλά θύματα μπορεί να μην μπουν στη διαδικασία να κάνουν κανένα βήμα, επειδή δεν αισθάνονται ότι θα υπάρξει προστασία ή ότι θα γίνει κάτι με αυτό που αντιμετωπίζουν. Φυσικά υπάρχουν δομές που υποστηρίζουν τις γυναίκες, κάτι πολύ σημαντικό, αλλά το ίδιο νομοθετικό πλαίσιο, δεν προστατεύει. Είναι σημαντική μια παρακολούθηση της εφαρμογής του νόμου αυτού, και η  εκπαίδευση στους αρμόδιους φορείς -την αστυνομία, το δικαστικό σώμα- για το τι σημαίνει η αλλαγή αυτή.

Αυτό λοιπόν πρέπει αρχικά να αλλάξει, το να μπορούν να απευθυνθούν και να βοηθηθούν. Επιπλέον να δημιουργηθούν δομές στελεχωμένες με κοινωνικούς επιστήμονες, όπου οι γυναίκες θα μπορούν να απευθυνθούν και να στηριχτούν σε όλους τους τομείς: ψυχοσυναισθηματικά, κοινωνικά, φιλοξενίας ακόμη και εύρεσης εργασίας.

Δυστυχώς στα χρόνια των μνημονίων συρρικνώθηκαν οι δομές στήριξης των γυναικών, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει διέξοδος. Εκτός λοιπόν της οικογένειας που παίζει μείζονα ρόλο σε αυτό, οφείλει η Πολιτεία  και η κοινωνία να ασχοληθεί σημαντικά με την ισότητα, την ενημέρωση, τους τρόπους αντιμετώπισης και προστασίας των γυναικών από την έμφυλη βία που τελικά μπορεί να οδηγήσει ακόμη και στον θάνατο. Οι ρίζες της πατριαρχίας ήταν και είναι βαθιές ανέκαθεν.

Η πρόοδος των δικαιωμάτων των γυναικών είναι ζήτημα δικαιοσύνης, ισότητας, ηθικής και κοινής λογικής. Καθώς κοιτάμε προς το μέλλον, η βιώσιμη και ισότιμη ανάκαμψη για όλους θα υπάρξει, εάν είναι μια γυναικεία ανάκαμψη που θέτει την πρόοδο για τα κορίτσια και τις γυναίκες στο επίκεντρό της.