Σπύρος Ανέμης: Ο συγγραφέας του «Ραφείου» μιλάει για το πρώτο του μυθιστόρημα

Σπύρος Ανέμης: Ο συγγραφέας του «Ραφείου» μιλάει για το πρώτο του μυθιστόρημα

Ένα σκοτεινό ραφείο σε μια παραθαλάσσια πόλη στη μέση του πουθενά, μια μυστηριώδης ύπαρξη που κρύβει ένα μεγάλο μυστικό και εντυπωσιακές φορεσιές με μεταφυσικές ιδιότητες. Αυτά είναι μόνο κάποια από τα στοιχεία που συνθέτουν μια ιστορία που έχει ως σκοπό να «παρασύρει» όλους όσους την διαβάσουν, σε ένα ταξίδι διαφορετικό απ’ όσα αναγνωστικά ταξίδια είχαν κάνει μέχρι τώρα.

 

Ο Σπύρος Ανέμης, αποκαλύπτει το λόγο που τον έκανε να εμπνευστεί αυτήν την τόσο διαφορετική πλοκή που αποτελεί την πρώτη συγγραφική του προσπάθεια με τον τίτλο «Το ραφείο», την πορεία του στη μουσική, τις σκέψεις του για το σύγχρονο τρόπο ζωής, όπως και ποιο είναι το πρόσωπο που έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στη ζωή του.

 

«Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα είχε αρχίσει να πλάθεται μέσα μου, πολλά χρόνια πριν» αναφέρει στην αρχή της κουβέντας μας και κάπου εκεί ένας-ένας οι χαρακτήρες που κυριαρχούν στις σελίδες του, αρχίζουν να αποκτούν σώμα και φωνή θέλοντας να αφηγηθούν την ιστορία τους…

Συνέντευξη στη Βίκυ Καλοφωτιά

 

Τι ήταν αυτό που σας έκανε να μεταφέρετε στο χαρτί την ιστορία του πρώτου σας μυθιστορήματος «Το ραφείο»;

Το έναυσμα προήλθε αρχικά, από ένα ποίημα που έγραψα στην μνήμη τής γιαγιάς μου «Η γυναίκα τού ραφείου», η οποία στη ζωή της διατηρούσε ένα τέτοιο κατάστημα και εκτελούσε χρέη ράφτρας. Θα μπορούσα όμως, κάλλιστα εδώ, να προσθέσω πως το συγκεκριμένο μυθιστόρημα είχε αρχίσει να πλάθεται μέσα μου, πολλά χρόνια πριν. Μάλιστα, πιστεύω πως ήταν ήδη ολοκληρωμένο μέσα στον δικό μου φανταστικό κόσμο· ειδάλλως, δεν εξηγείται πως το μόνο που χρειάστηκε να κάνω, προκειμένου να πάρει σάρκα και οστά η συγκεκριμένη ιστορία, ήταν να κάθομαι απλά μπροστά από την οθόνη τού υπολογιστή και εκείνο άρχισε να φανερώνεται εμπρός μου.

Λες και όλα προϋπήρχαν και εγώ έπρεπε μόνο να καθίσω υπομονετικά και να καταγράψω τα πάντα, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια μπορούσα. Άλλωστε, κάτι στο οποίο πιστεύω βαθιά, είναι πως η περισσότερη δουλειά ενός συγγραφέα γίνεται όταν ο συγγραφέας δεν γράφει. Όταν ο συγγραφέας γράφει, καταγράφει όλα όσα μέσα του ζωντανεύουν – δημιουργούνται τις ώρες που δεν κάθεται μπροστά στο γραφείο του. Δηλαδή, προσωπικά πιστεύω ότι δουλεύω περισσότερο όταν δεν γράφω. Όταν γράφω σημαίνει ότι έχει φτάσει η ώρα να καταγράψω την δουλειά, που ήδη έχω κάνει, στο χαρτί.

Πώς εμπνευστήκατε τους χαρακτήρες που εμφανίζονται στις σελίδες του και ιδίως την κεντρική ηρωίδα, τη Μέρλο;

Οι χαρακτήρες, όπως και ο ίδιος διαπίστωσα, αν και ετεροχρονισμένα, νιώθω ότι υπήρχαν μέσα μου από πολύ παλιά. Μάλιστα, κάποιοι από τους ήρωες, είμαι πεπεισμένος πως στο παρελθόν τούς γνώρισα και ως πραγματικά πρόσωπα. Για την τελική μορφή όμως, των χαρακτήρων, έπαιξαν σημαντικό ρόλο τα αδάμαστα φίλτρα τής φαντασίας μου, και η ατμόσφαιρα στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία τού ραφείου. Οπότε, θα μπορούσα να πω πως χάριν αυτών των προσώπων, που εδώ και χρόνια κατάφεραν να διατηρηθούν μέσα μου, αναλλοίωτα, γράφτηκε ετούτο το βιβλίο.

Όσο για την Μέρλο, γνώριζα από την πρώτη στιγμή – αφού εκείνη αυτοπροσώπως παρουσιάστηκε μπροστά μου για να μου διηγηθεί την σκοτεινή της ιστορία – πως θα είναι η κεντρική ηρωίδα. Η ίδια, πιστεύω, πως έχει σμιλευτεί από διάφορα κράματα ανθρώπων που έχω συναντήσει στη ζωή μου: είναι σκοτεινή, είναι πανούργα, αλλά συνάμα είναι γλυκιά και προστατευτική. Έχει όλα τα εφόδια για να φέρει εις πέρας την αποστολή της.

Ποιους αναγνώστες πιστεύετε ότι θα αγγίξει περισσότερο αυτό το βιβλίο;

Τους αναγνώστες που τους αρέσει να διαβάζουν μια ιστορία, που ενώ βασίζεται σε κάποια εξωπραγματικά στοιχεία, χρησιμοποιεί ως εργαλεία, συμπεριφορές και ανησυχίες ανθρώπων του πραγματικού κόσμου. Διλήμματα και καταστάσεις που συναντάμε – ή ακούμε για αυτά – καθημερινά. Επίσης, νομίζω, πως θα μπορούσε να αγγίξει εκείνους που θα ήθελαν να ταξιδέψουν σε έναν άγνωστο, έως τώρα, «μύθο».

Πρόκειται για μια ιστορία, που διαδραματίζεται στο παρελθόν αλλά καταπιάνεται με έννοιες που απασχολούν την ανθρώπινη ύπαρξη διαχρονικά: απληστία, εγωισμός, προκαταλήψεις. Έχει το θάρρος ο σύγχρονος άνθρωπος να έρθει αντιμέτωπος με όλες αυτές τις αλήθειες;

Πιστεύω πως αν οι άνθρωποι, στην πλειοψηφία τους, είχαν το θάρρος να έρθουν αντιμέτωποι με όλες αυτές τις έννοιες – αδυναμίες, τότε εκείνες θα είχαν εξαλειφθεί από το ανθρώπινο γίγνεσθαι· και πολλά δεινά που πλήττουν, κατά καιρούς, την ανθρωπότητα, θα έπαυαν να υπάρχουν και να την απασχολούν με αρνητικό πρόσημο. Οπότε, νομίζω, πως ο κάθε άνθρωπος θα πρέπει να σκύψει μέσα του, να βρει και να ξεριζώσει όλα εκείνα που τον κάνουν πραγματικά αδύναμο, καταστροφικό και φοβικό, προς τον εαυτό του και προς τους άλλους.

Έχετε ενσωματώσει στην πλοκή και στοιχεία από το πεδίο της μεταφυσικής. Κατά πόσο είναι δεκτικοί οι αναγνώστες του 2022 να αναμετρηθούν με τέτοιους όρους;

Έχω την εντύπωση πως οι περισσότερες ιστορίες – και μερικές εκ των οποίων είναι αριστουργήματα – περιέχουν στα σπλάχνα τους μεταφυσικά στοιχεία. Το σημαντικότερο, κατά τη γνώμη μου, είναι πως τα μεταφυσικά «εργαλεία» με τα οποία δομείται μια ιστορία, ένα βιβλίο, μπορούν να εναρμονιστούν με εκείνα που προέρχονται από την πραγματικότητα – όπως αυτή την ζει και την βιώνει ο καθένας προσωπικά.

«Το ραφείο» είναι ένα μυθιστόρημα που κινείται στο πλαίσιο τού φανταστικού. Οπότε θα πρέπει ο εκάστοτε αναγνώστης να είναι ανοιχτός σε ένα ταξίδι διαφορετικό απ’ όσα αναγνωστικά ταξίδια έχει κάνει μέχρι τώρα. Αν ετούτο το βιβλίο καταφέρει αυτό ακριβώς – να ταξιδέψει τον αναγνώστη σε άλλα πεδία –, τότε πιστεύω πως θα έχει πετύχει τον στόχο του.

Αντιμετωπίσατε δυσκολίες ως νέος συγγραφέας, προκειμένου να βρείτε έναν εκδοτικό οίκο που να πιστέψει στη δυναμική αυτής της ιστορίας και να δώσει το «πράσινο φως» για την έκδοσή της;

Δεν είναι και το πιο εύκολο, για έναν νέο συγγραφέα, να βρεθεί ένας εκδοτικός οίκος ο οποίος να πιστέψει στο έργο του. Αλλά το πρώτο που χρειάζεται αρχικά, είναι να πιστέψεις εσύ ο ίδιος στην δυναμική της ιστορίας που έχεις σκαρώσει. Στην δική μου, ωστόσο, περίπτωση, υπήρξαν άνθρωποι που διάβασαν το πόνημά μου πριν καν αρχίσω να αναζητώ κάποιον εκδοτικό οίκο. Τα θετικά τους σχόλια με έκαναν να πιστέψω πως θα ήταν εφικτό να φτάσει στα ράφια των βιβλιοπωλείων, μέσα από έναν εκδοτικό οίκο. Γι’ αυτό και είμαι πολύ ευτυχής που αυτό υλοποιήθηκε μέσα από την Libron εκδοτική – Brainfood –.

Παράλληλα με τη συγγραφή έχετε διανύσει και τη δική σας πορεία στο χώρο της μουσικής. Υπέρ ποιας νιώθετε να γέρνει μέσα σας η πλάστιγγα λίγο παραπάνω;

Όσο και αν αυτό ακουστεί περίεργο, και οι δυο αυτές τέχνες, όταν ενεργούν μέσα μου και μετέπειτα εξωτερικεύονται, μου δημιουργούν εξίσου τα ίδια συναισθήματα. Οπότε, πιστεύω πως η ζυγαριά βρίσκεται σε πλήρη ισορροπία.

Ποιοι άνθρωποι σας έχουν επηρεάσει μέχρι στιγμής σημαντικά, έτσι που να θεωρείτε ότι η παρέμβασή τους υπήρξε καθοριστική στη διαδρομή σας;

Θα πρέπει να απαντήσω σε αυτό, όπως το οφείλω και το επιθυμώ πραγματικά. Ο άνθρωπος που έχει επηρεάσει πραγματικά στην πορεία μου, είναι η μητέρα μου. Η οποία παρ’όλο που ήμουν ένα παιδί που περισσότερο το ενδιέφεραν τα παιχνίδια, ο αθλητισμός και κάθε είδος περιπέτειας, και λιγότερο τα λόγια των δασκάλων και τα μαθήματα τού σχολείου, χωρίς να μου στερήσει τον δικό μου παραμυθένιο κόσμο, μου έδειξε με πολύ όμορφο –και συνάμα βοηθητικό τρόπο – , πως υπάρχει και ένας άλλος παραμυθένιος και περιπετειώδης κόσμος: αυτός των βιβλίων.

Είναι εξ ολοκλήρου ο άνθρωπος που με ώθησε να μπω στον κόσμο των γραμμάτων, και σαν συνέπεια αυτού, μπήκα στον κόσμο της ανάγνωσης. Στον κόσμο των βιβλίων. Και όπως συνηθίζω να λέω, γνώρισα πολύ μεγάλους δασκάλους μέσα στα βιβλιοπωλεία.

Ζείτε στην Αιδηψό Εύβοιας, όπου και μεγαλώσατε. Θα μπορούσατε να ζήσετε σε μια μεγαλούπολη μακριά από τη θάλασσα και τη γαλήνη της ιδιαίτερης πατρίδας σας;

Μεγάλο μέρος της ζωής μου το έχω περάσει στην Αθήνα. Απλά, πάντα φροντίζω να περνάω πολύ χρόνο στα Λουτρά Αιδηψού, τα οποία μου προσφέρουν τη χαρά της ομορφιάς τής φύσης και της θάλασσας. Με λίγα λόγια μού είναι εύκολο να ζω σε μεγαλούπολη, αλλά πάντα έχω την επιθυμία – και μέχρι στιγμής το πράττω – να πηγαίνω και στην ιδιαίτερη πατρίδα μου.

Ποιο απόσπασμα από «Το ραφείο» είναι αυτό που σας δημιουργεί τα πιο έντονα συναισθήματα κάθε φορά που το διαβάζετε;

Είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσω κάποιο συγκεκριμένο σημείο, καθώς κάθε σκηνή και κάθε απόσπασμα τού κειμένου συντελούν το με το δικό τους τρόπο ώστε να δομηθεί η ιστορία. Αλλά θα μπορούσα, ωστόσο,  να επισημάνω ένα μικρό απόσπασμα, το οποίο πιστεύω πως εκφράζει τους κεντρικούς χαρακτήρες τού βιβλίου, των οποίων η ζωή κρέμεται όντως από μία κλωστή:

[…] Καθώς προχωρούσε, έμοιαζε με άνθρωπο ακρωτηριασμένο, που αόρατες δυνάμεις υποκινούσαν πάνω του ψεύτικα μέλη με έναν τρόπο απόμακρο. Ένιωθε μέσα του ένα μαχαίρι να κρέμεται πάνω από την καρδιά του, από μια λεπτή κλωστή δεμένο – μια λεπτή, εύθραυστη κλωστή. Ένιωθε πως έπρεπε να κρατήσει λειτουργική αυτήν την κλωστή, με κάθε κόστος. Ακόμα και αν χρειαζόταν να βουτήξει το χέρι του μέσα στο κορμί του, με κάθε κόστος έπρεπε η κλωστή να παραμείνει ζωντανή».

Ποια θα είναι τα επόμενα βήματά σας; Έχετε ήδη αρχίσει να σκέφτεστε την ιδέα για άλλο ένα βιβλίο;

Ήδη γράφω ένα μυθιστόρημα και έχω αρχίσει και κάποιο άλλο. Επίσης, έχω ολοκληρώσει μία νουβέλα.