Καλά όλα τα άλλα γλυκά, τη δίπλα τι την θες κυρία μου;

Καλά όλα τα άλλα γλυκά, τη δίπλα τι την θες κυρία μου;

Είπα κι εγώ να του κάνω το χατίρι.

-«Αγαπάκι, τέλειος ο κουραμπιές αλλά να είχαμε και δίπλες….Έφτιαχνε κάτι δίπλες η μητέρα μου…», είπε ο Θάνος μασουλώντας μία ακόμα μικρή λευκή ζαχαρένια μπουκίτσα.

Θάνος- Χριστίνα : 1-0.  Αυτό που οι άντρες μπορούν να συνδυάσουν ό,τι γεύονται με κάτι άλλο που έφτιαχνε η μαμά τους τέλεια, πραγματικά με τρελαίνει! «Ωραίο το λεμονάτο σου, αλλά σαν της μαμάς μου το κοκκινιστό…»

Ναι. ΟΚ.  Το γεγονός ότι είναι άλλο φαΐ το ένα και άλλο το άλλο…ψιλά γράμματα.

Να όμως, που ενώ το ξέρω, πέφτω κάθε φορά στην παγίδα… «Μα να μου το πει εμένα;» Κοκκινιστό; Κοκκινιστό. Δίπλες; Δίπλες…

Και κάπως έτσι την πάτησα και πάλι… Είπα να δοκιμάσω την τύχη μου και σε αυτό το Χριστουγεννιάτικο γλυκό. Είναι και αυτή η ριμάδα η καραντίνα που έχει μετατρέψει το μαγείρεμα σε χαρά εξωτικού προορισμού: Ηλιοβασίλεμα στην  αιώρα σε “πουδρένια” παραλία ένα πράγμα, κοκτέιλ με φρούτα του δάσους και κορμί Κάρι Μπράντσο . Το τελευταίο δεν κολλάει πουθενά αλλά ήθελα να το αναφέρω για να κάνω εντυπωσιακότερη την εικόνα…

Από τις 11.00 το πρωί ως τις 16.00 «η μάχη της κουζίνας». Ζύμες,, αλεύρια, λάδια, μέλια και καρύδια παντού. Και καλά τις απλώνεις, και καλά τις κόβεις – είχα και την μεζούρα σε κάθε μία τόσο επί τόσο μην την πατήσω από το μέγεθος- ξέρετε εσείς τι εννοώ…

Και άντε και την μέτρησες. Και άντε και την έκοψες. Έλα τώρα πάνω από το τηγάνι.

«Την ρίχνεις μέσα και αμέσως αρχίζεις να την τυλίγεις με ένα πιρούνι για να γίνει ρολουδάκι» λέει χαλαρά η συνταγή.  Σοβαρά τώρα; Σε ποιο σύμπαν; Με το που την έριχνα μέσα, επανάσταση αυτή.  Να βγει από την κατσαρόλα να σωθεί. Να φουσκώνει, να μεγαλώνει και να προσπαθώ 1)με ένα πιρούνι, 2)την πιρούνα των μακαρονιών και 3) με μία λαβίδα BBQ – μην με ρωτήσετε για το τρίτο χέρι… όταν κινδυνεύεις από μία δίπλα για όλα είσαι ικανός…, να την φέρω δύο φούρλες να πάρει κι αυτή το σχήμα της αξιοπρέπειας, αλλά… πού τέτοια τύχη! Ό,τι του φανεί του Λωλοστεφανή η δίπλα…

Κι αφού τσουρουφλίστηκα, και αφού η κουζίνα μου ήταν για να την αλλάζεις, όχι για να την καθαρίζεις, ολοκλήρωσα με μέλι και καρύδια -μην πάει ο νους σας στο πονηρό-, και τις στόλισα σε πιατέλα με σειρά εμφάνισης : «Ό,τι φέρνει περισσότερο σε δίπλα» .

Το γεγονός ότι πολύ αυθόρμητα ο Θανάσης τις πέρασε για χοιρινά μπουτάκια- τόσο τροφαντές, σκούρες και γυαλιστερές  ήταν- λέτε να το παρεξηγήσω; Αφού τον διαβεβαίωσα ότι επρόκειτο για δίπλες και όχι για χοιρινά μπουτάκια, το τόλμησε. Γιατί και εκεί μετράς τον άντρα τον σωστό. Να μαγειρεύεις μπούρδες και εκείνος να χαίρεται – ή να κάνει πειστικά ότι χαίρεται- να δοκιμάζει.

-“Ωραίες Θάνο μου;” ( γιατί έχω και θράσος)

-“Ουουου! Γειά στα χέρια σου” είπε, και πήγε για ύπνο. Λέτε να τολμήσει  να μου ζητήσει κάτι άλλο;