Γιατί μετά το τρακάρισμα οι οδηγοί αγκαλιάστηκαν;
Γιατί δεν έπαθαν ζημιά; Γιατί τα βρήκαν στο ποιος φταίει και ποιος θα πληρώσει; Γιατί κεραυνοβολήθηκαν από έρωτα; Γιατί είναι ηλίθιοι; Γιατί είναι καλοί χριστιανοί και τηρούν απαρέγκλιτα το «αγαπάτε αλλήλους»; Γιατί συμφώνησαν να κάνουν ψεύτικες δηλώσεις ώστε οι ασφαλιστικές τους να επισκευάσουν τα σαραβαλάκια τους; Γιατί το θεώρησαν καλό σημάδι της μοίρας; Γιατί πιστεύουν ότι ουδέν κακόν αμιγές καλού; Γιατί είναι Κουάκεροι, επομένως ειρηνιστές και άρα δεν τσακώνονται ποτέ;
Τίποτα απ’ όλα αυτά!
Η σωστή απάντηση είναι: Οι οδηγοί που τράκαραν ήταν δυο φίλες που είχαν καιρό να ιδωθούν!
Η μία, αυτή που οδηγούσε το πίσω αυτοκίνητο, ήμουν εγώ και η άλλη, η οδηγός του μπροστινού αυτοκινήτου, ήταν ή φίλη μου η Πέπη. Εκείνη φρέναρε απότομα όταν άναψε το πορτοκαλί φανάρι, κι εγώ που είχα πάρει φόρα για να το περάσω… έπεσα πάνω της.
Ένα μπαμ-ευτυχώς όχι πολύ δυνατό- ακούστηκε, και βγαίνοντας από το αυτοκίνητό μου, λίγο ταραγμένη από το τρακάρισμα, λίγο από το ρεζιλίκι μου, «έπιασα» καρφωμένα πάνω μου πολλά υποτιμητικά βλέμματα, και άλλα γεμάτα ανυπομονησία να σπάσουν πλάκα, με δυο κύριες που θα διαπληκτιστούν στη μέση του δρόμου.
Μόλις όμως αντίκρισα την άλλη οδηγό το μόνο που έκανα ήταν να ανοίξω την αγκαλιά μου και να πέσω στην ήδη ανοιχτή δική της λέγοντας: «Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω ρε φιλενάδα!». Κι αμέσως μετά σκάσαμε στα γέλια καθώς αντιληφθήκαμε ότι οι γύρω οδηγοί και πεζοί είχαν βγάλει… τα συμπεράσματά τους: Αυτές είναι ή τρελές ή βλαμμένες!
Έχουν περάσει μερικές μέρες από το περιστατικό, και κάθε φορά που έρχεται στη μνήμη μου με πιάνουν τα γέλια. Μαζί με μένα έχουν γελάσει και κάποιοι φίλοι και γνωστοί που τους το διηγήθηκα.
Σκέφτηκα να το διηγηθώ και σε σας μήπως και… σκάσετε κανένα χαμόγελο.
Α… και γιατί η μαυρίλα που επικρατεί τελευταία μου έχει στερήσει κάθε ίχνος έμπνευσή;