Αλεξία Παπαχριστοφόρου: «Ιδίως οι πολιτικοί θα έπρεπε να διαβάζουν παιδικά βιβλία»
Η Αλεξία Παπαχριστοφόρου, συγγραφέας του παιδικού βιβλίου «Η Ευχή της Μαρίνας» μεγαλώνοντας, έκανε πραγματικότητα το σημαντικότερό της όνειρο: να γίνει δασκάλα. Μόλις τα κατάφερε, έθεσε έναν ακόμη μεγαλύτερο σκοπό, το να ενεργοποιεί όλα τα παιδιά εξίσου και ιδίως εκείνα που κάποιοι τα θεωρούν «διαφορετικά» και τα θέτουν στο περιθώριο.
Θυμάται ακόμη, όταν ήταν και η ίδια μαθήτρια, το πόσο χαιρόταν κάθε Κυριακή που ένα χαμογελαστό αγόρι, ο Φοίβος, επισκεπτόταν το εστιατόριο του παππού της, στις Πάνω Πλάτρες της Κύπρου μαζί με τη μητέρα του. Τον αγαπούσαν όλοι τόσο πολύ, που δεν πρόσεχαν τους παράξενους ήχους που έβγαζε, ούτε ότι κουνούσε το κορμί του μπρος πίσω. Στη συζήτησή μας, μιλάει για πολλά: τα παιδιά με αυτισμό και διάφορες μορφές αναπηρίας, το βιβλίο της, την εκπαίδευση στην εποχή της πανδημίας, τον πόλεμο στην Ουκρανία και τη δύναμη που έχουν τα παιδικά βιβλία να αλλάξουν τον κόσμο, που έφτιαξαν οι μεγάλοι…
Συνέντευξη στη Βίκυ Καλοφωτιά
Τι είναι αυτό που σας ενέπνευσε, για να γράψετε το βιβλίο «Η Ευχή της Μαρίνας»;
Καταρχάς, ένα μεγάλο ευχαριστώ που μου δίνετε την ευκαιρία να πω δυο λόγια γι’αυτό. Κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 2021 από τις εκδόσεις «Τελεία» και την εικονογράφηση έχει κάνει η σπουδαία Έφη Λαδά, αποτελώντας τεράστια τιμή για εμένα.
Η ιστορία γράφτηκε πριν από περίπου οχτώ χρόνια, στo πλαίσιo ενός εργαστηρίου συγγραφής παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας, το οποίο διοργανώνει κάθε χρονιά, το Πανεπιστήμιο Frederick σε συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, εδώ στην Κύπρο. Ήταν μάλιστα η πρώτη φορά που διοργανώθηκε τότε. Εμπνεύστρια των εργαστηρίων, η Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Frederick, Δρ. Κατερίνα Καρατάσου, την οποία ευχαριστώ θερμά γι’ αυτό το όμορφο ταξίδι.
Ένα από τα εργαστήρια δίδαξε η αγαπημένη μου Κύπρια συγγραφέας, Μαρίνα Μιχαηλίδου Καδή, η οποία μας ζήτησε να γράψουμε μια ιστορία που να αφορά σε ένα δύσκολο θέμα. Κι έγραψα την «Ευχή της Μαρίνας». Μια ιστορία που μιλά για ένα κορίτσι το οποίο εύχεται ο αδελφός της που είναι στο φάσμα του αυτισμού, «να γίνει σαν τα άλλα παιδιά».
Η ιστορία έχει τις ρίζες της από πολύ παλιά, όταν ήμουν ακόμη στις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου. Από τότε που γνώρισα τον Φοίβο. Ένα έφηβο αγόρι τότε, που έδινε και έπαιρνε αγάπη, ένα αγόρι χαμογελαστό, που επισκεπτόταν κάθε Κυριακή το εστιατόριο του παππού μου στο χωριό μας, τις Πάνω Πλάτρες και χαιρόταν πολύ, κάθε φορά που βρισκόταν εκεί. Κι από δίπλα η κ. Ανθούλα, η μητέρα του. Μια δυναμική, πάντα γελαστή μαμά που του έδινε όλη της αγάπη.
Χαρές στο εστιατόριο! «Ήρθε ο Φοίβος!» έλεγε η μαμά μου. Όλοι τον αγαπούσαμε! Και δεν άκουγα πια τους παράξενους ήχους που έβγαζε καμιά φορά, ούτε πρόσεχα ότι κουνούσε το κορμί του «μπρος πίσω» ή ότι έκλεινε καμιά φορά τα αυτιά του στους θορύβους.
Κι έπειτα, καμιά δεκαπενταριά χρόνια μετά, ως πρωτοδιόριστη δασκάλα σε ένα σχολείο στη Λεμεσό, για πρώτη φορά, βρέθηκα να έχω τη δική μου τάξη. Β’ τάξη. Μέσα στα εικοσιεννέα παιδιά, το καθένα ξεχωριστό με τον δικό του τρόπο, κι ένα αγόρι γεμάτο αγάπη, με έξυπνο χιούμορ, ζωντάνια και αξιοζήλευτες ικανότητες, που μου έδωσε τα πιο σημαντικά μαθήματα και με βοήθησε να δω ακόμη πιο πέρα, και ως άνθρωπος και ως δασκάλα.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, συνάντησα κι άλλα παιδιά με αυτισμό στα σχολεία μας και ένιωθα πως ίσως δεν δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στις δυνατότητες, τις ικανότητες και τα ταλέντα τους παρά μόνο στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν. Προβληματιζόμουν κατά πόσο γίνεται ουσιαστική ένταξη με τον τρόπο που γίνεται η ένταξη στα σχολεία μας. Αυτό ήταν κάτι που με προβλημάτισε ακόμη πιο πολύ -την περίοδο που γράφτηκε και η ιστορία- όταν ένα αγόρι με αυτισμό, μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση με τα ιδιαίτερά του χαρίσματα. Παρόλο που δεν ήταν μαθητής μου, οι συναντήσεις μας, τα διαλείμματα και οι φορές που ερχόταν ως φιλοξενούμενος στην τάξη, μου έδωσαν την ευκαιρία να τον γνωρίσω καλύτερα.
Κι ήταν τότε που άρχισα να αναρωτιέμαι γιατί πρέπει να μιλάμε για «αποδοχή της διαφορετικότητας» και να προσπαθούμε να πείσουμε πως ο «διαφορετικός» δεν είναι διαφορετικός, αντί να έχουμε ως στόχο να διατηρούμε ο καθένας από εμάς τη διαφορετικότητά μας και να συνυπάρχουμε, δείχνοντας σεβασμό και εκτίμηση ο ένας στη διαφορετικότητα του άλλου. Και κάπως έτσι, έχοντας στο μυαλό ότι το ζητούμενο δεν (πρέπει) είναι η αποδοχή του διαφορετικού, αλλά η αλλαγή οπτικής ώστε να μην βλέπεις κάτι σαν «διαφορετικό» που χρήζει αποδοχής αλλά εκτίμησης, σεβασμού, θαυμασμού… εμπνεύστηκα την ιστορία.
Ένιωσα την ανάγκη, μέσα από τα μάτια της Μαρίνας, η οποία βιώνει την αναπηρία του αδελφού της, να στρέψω το βλέμμα αλλού. Στις ικανότητες, τα μοναδικά χαρίσματα και ταλέντα που έχει το κάθε παιδί με οποιαδήποτε αναπηρία. Και στην ανάγκη που έχουν αυτά τα παιδιά αλλά και οι οικογένειές τους, να αναγνωριστούν οι ικανότητές τους και να υπάρξει μια ουσιαστική αλληλεπίδραση και δημιουργία σχέσεων με άλλα παιδιά. Πέραν από αυτό όμως, μπορώ να πω πως λειτούργησε κι ως έμπνευση, ένας βαθύτερος προβληματισμός που είχα και αφορούσε στο πώς πραγματοποιούνται άραγε κάποιες επιθυμίες μας για πράγματα που έτσι είναι και δεν αλλάζουν.
Πολλές φορές ψάχνουμε να βρούμε λύσεις για διάφορα θέματα που μας απασχολούν, σε εξωτερικούς παράγοντες ενώ στην ουσία αυτό που ψάχνουμε είναι μέσα μας. Όλα είναι μέσα μας. Και στον τρόπο που εμείς κοιτάμε τα πράγματα. Εκεί κρύβεται το μυστικό. Κάτι στο οποίο καταφεύγω κι εγώ όταν θέλω να ηρεμήσει το «μέσα» μου. Στην αλλαγή οπτικής!
Είχατε κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο στο μυαλό σας κατά τη διάρκεια της συγγραφής της ιστορίας της Μαρίνας και του μικρού αδερφού της, του Άρη;
Έγραψα αυτή την ιστορία έχοντας στο μυαλό μου, όχι κάποια συγκεκριμένα πρόσωπα αλλά όλους αυτούς τους ανθρώπους με τα τόσα ξεχωριστά ταλέντα και ικανότητες, με τον πλούσιο ψυχικό κόσμο, που πολλές φορές παραγνωρίζεται γιατί η προσοχή στρέφεται αλλού. Ίσως στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, ίσως στην αναπηρία τους. Κι έπειτα είχα στο μυαλό και όλους αυτούς τους ανθρώπους που έχουν στο στενό οικογενειακό τους περιβάλλον έναν δικό τους άνθρωπο με αναπηρία αλλά και τους ανθρώπους που κάνουν «ιδιαίτερες» ευχές και ψάχνουν τον τρόπο να τις πραγματοποιήσουν.
Στις σελίδες του καταπιάνεστε με ευαίσθητα θέματα, που απαιτούν ιδιαίτερη διαχείριση εντός και εκτός σχολικής τάξης: η διαφορετικότητα και η αποδοχή της, ο αυτισμός, η ελλειμματική προσοχή και η υπερκινητικότητα. Ως εκπαιδευτικός πώς πιστεύετε ότι μπορούν να ενθαρρυνθούν και τα παιδιά με αυτά τα χαρακτηριστικά, έτσι ώστε να ξεδιπλώσουν τη δύναμη που κρύβουν μέσα τους;
Ναι, η ιστορία πραγματεύεται ένα πολύ δύσκολο θέμα. Ένα θέμα ταμπού, θα έλεγα. Κι αυτός είναι κι ένας από τους λόγους δημιουργίας του βιβλίου. Ελπίζω πως με την ιστορία αυτή, θα φυτευτεί ένας σπόρος στο μυαλό και την καρδιά των ανθρώπων ώστε να θέλουν να ενημερωθούν και να ευαισθητοποιηθούν ακόμη πιο πολύ γύρω από τον αυτισμό αλλά και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν, τόσο τα άτομα που ανήκουν στο φάσμα του αυτισμού, όσο και οι οικογένειές τους.
Βλέπουμε πως έχουν γίνει κάποια βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση. Όμως, υπάρχει ακόμη δρόμος. Μερικές συμπεριφορές εκλαμβάνονται ως κακή συμπεριφορά και αμέσως μπαίνουν οι ταμπέλες «κακομαθημένα παιδιά», γιατί η αναπηρία νομίζουμε πως είναι μόνο κάτι που φαίνεται εξωτερικά. Δεν είναι όμως πάντα έτσι τα πράγματα. Και γι’αυτόν ακριβώς τον λόγο, καθίσταται αναγκαία η ενημέρωση και η ευαισθητοποίηση του κόσμου.
Φαίνεται ότι ο πλέον αποτελεσματικός τρόπος για να «εκπαιδευτεί» η κοινωνία είναι σίγουρα η ουσιαστική ένταξη των παιδιών στις κοινωνικές δομές από πολύ μικρή ηλικία, και ιδιαίτερα στα σχολεία απ’ όπου όλοι μας περνάμε! Έχοντας κατά νου αυτό που ειπώθηκε από την Τεμπλ Γκράντιν, Αμερικανίδα καθηγήτρια ζωολογίας και εκπρόσωπο του αυτισμού πως «συχνά υπερτονίζονται οι μειονεξίες και δεν δίνεται έμφαση στις δεξιότητες και τα ταλέντα» πρώτα από όλα εμείς, οι εκπαιδευτικοί, οφείλουμε να δούμε πέρα από τις όποιες δυσκολίες των παιδιών και να ανακαλύψουμε τα ταλέντα, τις ικανότητες και τα χαρίσματά τους, όπως για κάθε παιδί, άλλωστε. Να πιστέψουμε σε αυτά!
Έχουν αυτή την ικανότητα τα παιδιά, να διαισθάνονται την αληθινή αγάπη, το νοιάξιμο και το αν πιστεύεις σε αυτά. Και σίγουρα αυτό, είναι σπουδαίο κίνητρο για να ξεδιπλώσουν τις δυνάμεις τους! Από εκεί και πέρα, οφείλουμε να δώσουμε τον «χώρο» στα παιδιά να το κάνουν αυτό για να πάρουν όχι μόνο τη χαρά και την ικανοποίηση της συμμετοχής και της δημιουργίας, αλλά και για να δώσουν σε όλους τους άλλους, τα τόσα όμορφα που κρύβουν μέσα τους. Ο κόσμος μας, έχει ανάγκη το καθετί ξεχωριστό που έχει να δώσει ο κάθε άνθρωπος, το κάθε μυαλό, η κάθε καρδιά!
Ο εκπαιδευτικός ως «ενορχηστρωτής» θα πρέπει να δημιουργεί τις απαραίτητες συνθήκες ώστε να συνθέτει μια υπέροχη, πολυφωνική μελωδία, ενεργοποιώντας όλα τα παιδιά. Τώρα, πώς μπορεί να γίνει αυτό; Πώς μπορούν να αξιοποιηθούν όλα τα παιδιά στη σύνθεση μιας τέτοιας «μελωδίας»; Και τι είναι αυτό που μπορεί να δώσει τον «χώρο» σε όλα τα παιδιά και που βοηθά παράλληλα στο κτίσιμο μιας κουλτούρας συμπερίληψης και σεβασμού στην τάξη;
Ένα πολύ σπουδαίο «εργαλείο» που χρησιμοποιώ χρόνια στην τάξη, προσπαθώντας να επιτύχω τα πιο πάνω, είναι το βιβλίο. Γιατί ακριβώς το εξωσχολικό βιβλίο, εντελώς αβίαστα, προσφέρει τη δυνατότητα διαφοροποίησης που είναι αναγκαία μέσα σε κάθε τάξη με τόσα πολλά παιδιά, με διαφορετικά ταλέντα και ικανότητες. Είναι αυτό που μας βοηθά να σκεφτόμαστε έξω από το κουτί και δίνει την ευκαιρία σε όλα τα παιδιά να συμμετέχουν στη μαθησιακή διαδικασία με τρόπο δημιουργικό και ευχάριστο.
Μέσα από διάφορα θεατρικά δρώμενα, εικαστικές δημιουργίες, προετοιμασία παραστάσεων κουκλοθεάτρου, συγγραφή και εικονογράφηση ιστοριών δίνονται ευκαιρίες για έκφραση, δημιουργία, ενίσχυση αυτοπεποίθησης, χαρά. Κάτι, που κάθε παιδί χρειάζεται να έχει στην τάξη ώστε να ενεργοποιηθεί, να ανάψει η σπίθα μέσα του και να ξεδιπλώσει όλες τις δυνατότητες που κρύβει.
Κι έπειτα, χωρίς κηρύγματα και διδακτισμούς περνούν αβίαστα μέσα από τα βιβλία, η αξία της καλοσύνης, του σεβασμού της διαφορετικότητας του καθενός από εμάς αλλά και η σημασία της διατήρησης της δικής μας διαφορετικότητας, ώστε να δημιουργείται μια τέτοια κουλτούρα στην τάξη όπου όλα τα παιδιά αισθάνονται την αγάπη, τον σεβασμό, την ασφάλεια και την ελευθερία να εκφράζονται άνετα. Να είναι ο εαυτός τους!
Έχετε δηλώσει ότι « η διδασκαλία είναι κάτι που δεν περιγράφεται με λέξεις. Είναι ο άνθρωπος, η ψυχή, η αλληλεπίδραση. Με ποιον τρόπο είναι αυτό εφικτό μετά το ξέσπασμα της πανδημίας;
Τι μου θυμίζετε τώρα! Αυτήν τη δήλωση την είχα κάνει πριν από δύο χρόνια όταν ήρθε και στη χώρα μας ο κορονοϊός. Τότε που, εντελώς αναπάντεχα και «βίαια» έκλεισαν τα σχολεία και προσπαθούσαμε να δημιουργήσουμε γέφυρες επικοινωνίας με τις μαθήτριες και τους μαθητές μας ώστε να τους στηρίξουμε σε όλο αυτό το πρωτόγνωρο που ζούσαμε.
Λέγοντας το πιο πάνω, ήθελα να τονίσω πως κανείς και τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει την δια ζώσης εκπαίδευση, εκεί όπου μαθητές και εκπαιδευτικοί αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και δημιουργούν καθημερινά όμορφες ιστορίες, παρακινώντας ο ένας τον άλλο για ακόμη πιο ψηλά και για ακόμη πιο μακρινά και όμορφα ταξίδια. Ποτέ δεν φανταζόμουν πως θα ζούσα στην πραγματικότητα (ως εκπαιδευτικός) αυτό που κάποτε μου ζητήθηκε να αναπτύξω σε γραπτό λόγο τις σκέψεις μου (προεισαγωγικές εξετάσεις 1998, μάθημα Αγγλικών).
Ένα από τα θέματα εκθέσεων ζητούσε να εκφράσουμε άποψη κατά πόσο συμφωνούμε με την ιδέα, τα παιδιά να κάνουν μάθημα από το σπίτι και να γίνεται η διδασκαλία από τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Και θυμάμαι που επιχειρηματολόγησα έντονα πως αυτός ο τρόπος διδασκαλίας θα είχε σίγουρα ένα σωρό μειονεκτήματα και πως τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει την ανθρώπινη επαφή και αλληλεπίδραση στην τάξη. Και να ‘μαι, εικοσιπέντε χρόνια μετά, να ζω αυτό το «σενάριο επιστημονικής φαντασίας». Ευγνώμονες όμως, που είχαμε μια κάποια «επαφή», αξιοποιώντας την τεχνολογία.
Σίγουρα η εκπαίδευση επηρεάστηκε αρκετά από την πανδημία. Επηρεάστηκε και ο τρόπος διδασκαλίας. Είχαμε κι έχουμε αρκετούς περιορισμούς που δεν μας επιτρέπουν να γίνεται το μάθημα όπως πριν. Κληθήκαμε να αντιμετωπίσουμε μια διαφορετική πραγματικότητα. Αναγκαστήκαμε να γίνουμε πιο ευρηματικοί και να ανακαλύψουμε καινούριους τρόπους και μεθόδους που θα κάνουν το μάθημα πιο ενδιαφέρον.
Μεγάλη απώλεια και οι σχολικές εκδρομές, οι ομαδικές δράσεις αλλά και οι εκδηλώσεις που γίνονταν με κάθε ευκαιρία. Παρ’όλ’αυτά, βρήκαμε και βρίσκουμε τους τρόπους να δημιουργήσουμε και παράθυρα και γέφυρες και σκαλιά ώστε να αποκτάμε νέες προοπτικές και να ξεπερνάμε τα εμπόδια της πανδημίας.
Η μικρή χάρτινη ηρωίδα σας κάνει μια ευχή ελπίζοντας να πραγματοποιηθεί. Αλήθεια, τι χρειάζεται πραγματικά για να συμβεί αυτό και στη ζωή εκτός των παραμυθιών;
Όλοι μας, λίγο πολύ, σε διάφορες στιγμές της ζωής μας έχουμε κάνει κάποιες ευχές που θα θέλαμε να πραγματοποιηθούν. Ο κάθε άνθρωπος εύχεται για κάτι που ίσως έχει ανάγκη στη ζωή του. Και για τον καθένα αυτό, ίσως να είναι κάτι εντελώς διαφορετικό.
Και όλοι μας, είτε πιστεύουμε είτε όχι, έχουμε πιάσει τον εαυτό μας να κάνει μια ευχή σε ένα πεφταστέρι, σβήνοντας τα κεράκια στην τούρτα, ανοίγοντας το Ρόδο της Ιεριχούς, φυσώντας το «λουλούδι των ευχών» να διασκορπιστεί, να πετάξουν τα σποράκια του μακριά την ευχή μας. Σίγουρα το μαγικό στοιχείο κρύβει μέσα του την πίστη, την επιθυμία για να γίνει κάτι και παίζει κι αυτό, τον δικό του ρόλο.
Η Μαρίνα κάνει και κάτι άλλο, πέρα από την ευχή όταν σβήνει τα κεράκια της τούρτας. Γράφει την επιθυμία της σε ένα κομμάτι χαρτί και το φυτεύει μαζί με τα σποράκια της, ελπίζοντας όταν φυτρώσουν, να πραγματοποιηθεί και η ευχή της. Είναι όμως αυτό αρκετό; Είναι το μαγικό στοιχείο από μόνο του αρκετό για να πραγματοποιηθούν οι ευχές μας; Ή μήπως χρειάζεται να κάνουμε κάτι κι εμείς για να βοηθήσουμε να πραγματοποιηθούν; Ίσως λίγη προσπάθεια, να το κυνηγήσουμε, να αφιερώσουμε κόπο και χρόνο για να το αποκτήσουμε; «Συν Αθηνά και Χείρα Κίνει», που λέμε.
Και τι γίνεται με κάποια πράγματα που δεν αλλάζουν; Που έτσι είναι… Ίσως εκεί να χρειάζεται απλά να αλλάξουμε τον τρόπο που κοιτάμε τα πράγματα. Τότε, τα πράγματα θα αλλάξουν κι αυτά, όπως είπε ο Γουέιν Ντάιερ. Και έτσι, όχι μόνο γαληνεύει το μέσα μας αλλά αυτή η καινούρια προοπτική που αποκτάμε, είναι που μας βοηθά να εξελιχθούμε και να ωριμάσουμε ως άτομα. Και εν τέλει, να ενδυναμωθούμε ψυχικά.
Και είναι και φορές που ευχόμαστε για κάτι που νομίζουμε ότι αυτό θα μας φέρει την ευτυχία ενώ στην ουσία είναι κάτι άλλο. Εντελώς διαφορετικό. Ίσως κάτι που είναι δίπλα μας, κάτι που το έχουμε ήδη και δεν το εκτιμήσαμε αρκετά γιατί το θεωρήσαμε δεδομένο. Εδώ αντιλαμβανόμαστε πόσο σπουδαίο ρόλο παίζει και το συναίσθημα της ευγνωμοσύνης. Το να εκτιμάς ό,τι έχεις στη διάθεσή σου.
Κι άλλοτε ψάχνουμε να βρούμε λύσεις σε εξωτερικούς παράγοντες ενώ όλα βρίσκονται μέσα μας. Στο μυαλό και την καρδιά μας. Κάτι που αποτυπώνεται με τον καλύτερο τρόπο μέσα από το απόφθεγμα του Τζελαλεντίν Ρουμί: «Ίσως ψάχνεις στα κλαδιά του δέντρου αυτό που υπάρχει μόνο στις ρίζες».
Ποιο είναι το μεγαλύτερό σας όνειρο, που είχατε από μικρή και ακόμη δεν έχει υλοποιηθεί;
Η αλήθεια είναι πως δεν έχω να σκεφτώ κάποιο όνειρο που είχα από μικρή και δεν υλοποιήθηκε… αλλά έχω να σκεφτώ το μεγαλύτερο όνειρο που είχα από πολύ πολύ μικρή ηλικία, από την ηλικία των πέντε, και υλοποιήθηκε. Αυτό του να γίνω δασκάλα. Θυμάμαι τον εαυτό μου να «παίζω δασκάλες» σε μια αποθήκη στο παλιό μας σπίτι. Θρανία, καρέκλες, βιβλία, έτοιμη για διδασκαλία. Πολλές φορές, έκανα τη δασκάλα και στις φίλες μου, οι οποίες ήταν οι μαθήτριές μου.
Τότε δεν υπήρχε νηπιαγωγείο στο χωριό, οπόταν πήγα κατευθείαν στο δημοτικό σχολείο. Πολύ θα ήθελα να ζούσα την εμπειρία του νηπιαγωγείου. Θεωρώ ότι είναι η βάση για πολλά! Και ότι αξίζει κάθε «επένδυση» σε αυτό, μιας και αφορά σε μια πολύ τρυφερή και κομβική ηλικία για την εξέλιξη του κάθε παιδιού.
Είχα όμως την ευλογία και την τύχη να έχω μια Δασκάλα με Δ κεφάλαιο, για τα τρία μου πρώτα χρόνια στο δημοτικό αφού φοιτούσα σε διδιδάσκαλο σχολείο. Όλοι κι όλοι 28 μαθητές, ένα ολόκληρο σχολείο. Η δεσποινίς Έλενα όπως την φωνάζαμε τότε (κ. Έλενα Παναγιώτου- διευθύντρια τώρα πια σε ένα δημοτικό σχολείο της Λεμεσού) ήταν για εμένα μια έμπνευση. Υπέροχη δασκάλα που λάτρευε αυτό που έκανε. Έδινε την ψυχή της, μας αγαπούσε πολύ και αυτό έκανε κι εμένα εκτός από το να λατρέψω την ίδια, να λατρέψω και το σχολείο και να θέλω ακόμη πιο πολύ να πραγματοποιήσω το όνειρό μου. Να γίνω δασκάλα!
Ένα όνειρο που πραγματοποιήθηκε χάρη στη βοήθεια λατρεμένων, ξεχωριστών δασκάλων και καθηγητών που είχα την τύχη να με διδάξουν. Μακάρι κι εγώ τώρα με τη σειρά μου, να βάζω το δικό μου λιθαράκι ώστε τα παιδιά να πραγματοποιούν τα δικά τους όνειρα!
Το τελευταίο διάστημα άνθρωποι σε κάθε γωνιά της γης γίνονται μάρτυρες ενός πολέμου, που εξακολουθεί να μαίνεται. Πώς μπορεί κάποιος να κοιτάξει τα παιδιά κατάματα και να τους μιλήσει για όλο αυτό που συμβαίνει στον κόσμο που έφτιαξαν οι μεγάλοι;
Δυστυχώς, ένα μεγάλο μέρος του πλανήτη βρίσκεται υπό κάποια μορφή σύγκρουσης. Στο Αφγανιστάν, τη Συρία, την Υεμένη, το Μεξικό, το Κονγκό, τη Βραζιλία, το Ιράκ, την Ινδία, τη Μιανμάρ και τώρα ακόμη πιο έντονα, στην Ουκρανία. Είναι με πραγματικά μεγάλη θλίψη, που βλέπουμε να εκτυλίσσονται όλα αυτά τα δραματικά γεγονότα. Άνθρωποι να χάνουν με τον πιο άδικο τρόπο τις ζωές τους, τους δικούς τους ανθρώπους, να εγκαταλείπουν τα σπίτια τους αναγκαστικά και να γεννιέται ένα τεράστιο κύμα προσφύγων, παιδιά να κρύβονται στα υπόγεια με τον φόβο των βομβαρδισμών…
Οι εικόνες αυτές κατακλύζουν τα διάφορα Μ.Μ.Ε αλλά και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης από τα οποία ενημερωνόμαστε. Και σίγουρα δέκτες κάποιων από αυτές τις εικόνες, γίνονται και τα παιδιά. Η άποψή μου είναι πως οφείλουμε να τα ενημερώνουμε με τρόπο που αρμόζει στην τρυφερή ηλικία τους, χωρίς να τους δημιουργούμε ανησυχία και ανασφάλεια. Να τα κοιτάξουμε στα μάτια και να είμαστε ειλικρινείς.
Το πώς θα μιλήσουμε όμως στα παιδιά για τον πόλεμο, έχει μεγάλη σημασία ώστε να μπορέσουν να διαχειριστούν τα όποια αρνητικά συναισθήματα έχουν. Πρέπει να τονιστεί στα παιδιά πως ο κόσμος νοιάζεται και θέλει να επικρατήσει η ειρήνη και η ασφάλεια. Να περάσει το μήνυμα ότι πολλοί άνθρωποι προσπαθούν αυτήν τη στιγμή, είτε από κοντά, είτε από μακριά να βοηθήσουν με όποιο τρόπο μπορούν τις οικογένειες που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους.
Να δείξουμε στα παιδιά πως «υπάρχει πιο πολύ ΦΩΣ από ό,τι σκοτάδι» (Πήτερ Ρέυνολτς). Πιστεύω πολύ πως τα παιδιά γενικότερα πρέπει να έρχονται σε επαφή με δύσκολα θέματα που ταλανίζουν την κοινωνία μας, τον κόσμο μας και όχι να τα έχουμε μέσα σε μια γυάλα. Ένας ενδεδειγμένος τρόπος να γίνεται αυτό, είναι μέσω των βιβλίων.
Πολλά βιβλία πλέον, μιλούν για δύσκολα θέματα, όπως ο πόλεμος, ο ρατσισμός, η βία, η κακοποίηση, η προσφυγιά, η απώλεια. Τα παιδιά είναι καλό να ενημερώνονται, να ευαισθητοποιούνται και να ενδυναμώνονται μέσα από αυτά, χωρίς να χάνεται η παιδική αθωότητά τους. Με αυτόν τον τρόπο, καλλιεργείται και η πιο σημαντική δεξιότητα, αυτή της ενσυναίσθησης, του να μπαίνεις στη θέση του άλλου και να νοιάζεσαι. Είναι πολύ σημαντικό να καλλιεργούμε στα παιδιά τη σημασία της αλληλεγγύης και να τα ενθαρρύνουμε να προσφέρουν με όποιο τρόπο μπορούν.
Να αντιληφθούν πως, παρ’όλο που είναι μικρά, μπορούν να κάνουν πολλά για να αλλάξει ο κόσμος μας και να γίνει ένα καλύτερο μέρος για όλους τους ανθρώπους. «Δεν χρειάζεται να προβαίνουμε σε μεγάλες ηρωικές πράξεις για να συμμετέχουμε στη διαδικασία της αλλαγής. Μικρές πράξεις, όταν πολλαπλασιάζονται από εκατομμύρια ανθρώπους, μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο» (Χάουαρντ Ζιν).
Η ενότητα που ασχολούμαστε αυτόν τον καιρό στην τάξη μας, έχει να κάνει ακριβώς με αυτό το θέμα. Μέσα από διάφορα κείμενα, βλέπουμε τι κάνουν ήρωες βιβλίων ή μικροί ήρωες από την πραγματική ζωή ώστε να φέρουν την αλλαγή στον κόσμο. Κι όταν βλέπουμε πόσο όμορφα φέρθηκαν και φέρονται κάποιοι άνθρωποι, τότε σίγουρα αυτό μας ενεργοποιεί, μας εμπνέει για να αναλάβουμε κι εμείς δράση, με όποιο τρόπο μπορούμε. Όταν όμως, βλέπουμε μόνο τα άσχημα, τότε δεν υπάρχει διάθεση για δράση. Η δύναμη της οπτικής με την οποία βλέπουμε τα πράγματα παίζει τον πιο σπουδαίο ρόλο. Κι εμείς, ως ενήλικες οφείλουμε να δείξουμε στα παιδιά την οπτική με το φως. Για να φέρουν και τα ίδια ακόμη περισσότερο φως.
Πιστεύω πολύ πως μόνο έτσι θα μπορέσουμε να αλλάξουμε τον κόσμο μας. Τα παιδικά βιβλία, αποτελούν ένα σπουδαίο εργαλείο προς αυτό τον σκοπό. Γι’ αυτό όλοι θα έπρεπε να τα διαβάζουμε. Μικροί, μεγάλοι. Και πιο πολύ από τους μεγάλους, οι πολιτικοί!
Υπάρχουν στο μυαλό σας σχέδια για το επόμενο βιβλίο σας;
Ναι, υπάρχουν! Και είμαι πολύ χαρούμενη γι’ αυτό. Νιώθω ότι έχω να μοιραστώ πράγματα και αυτή η διαδικασία της δημιουργίας είναι κινητήριος δύναμη για εμένα. Μου δίνει αληθινή χαρά, γιατί όπως είπα και πριν, πιστεύω πολύ πως τα βιβλία μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο μας!