Έλληνας γιατρός περιγράφει την εμπειρία του ως μετανάστης στη Γερμανία – Η καθημερινότητα, οι συνθήκες ζωής και τα σχέδια για το μέλλον

Έλληνας γιατρός περιγράφει την εμπειρία του ως μετανάστης στη Γερμανία – Η καθημερινότητα, οι συνθήκες ζωής και τα σχέδια για το μέλλον

Περίπου πριν από έντεκα χρόνια ξεκίνησε το μεγάλο «κύμα» φυγής Ελλήνων επιστημόνων από τη χώρα τους. Αφήνοντας πίσω τους οικογένεια και φίλους, ο καθένας πήρε τη μεγάλη απόφαση να αναζητήσει εκτός συνόρων την ιδανική επαγγελματική στέγη, που θα αξιοποιούσε με τρόπο αξιοκρατικό τις γνώσεις και τη θέλησή του να προσφέρει οδηγώντας τον σταδιακά στην επιτυχία.

Ένας εξ αυτών είναι και ο ογκολόγος-αιματολόγος, Κυπριανός Κώττης, που εργάζεται στο νοσοκομείο Alfried Krupp Rüttenscheid της πόλης Έσσεν, στη Γερμανία. Μιλώντας στο lifesharing.gr αποκαλύπτει -μεταξύ άλλων- όλα όσα αντιμετωπίζει ως Έλληνας σε μια ξένη χώρα, κατά πόσο δίνονται ίσες ευκαιρίες σε αλλοδαπούς επιστήμονες, αν μετάνιωσε για την απόφασή του να μεταναστεύσει και τι του λείπει από την Ελλάδα και την ιδιαίτερη πατρίδα του, την Κόρινθο.

«H επιστροφή στην Ελλάδα είναι μια σκέψη που με βασανίζει ολοένα και περισσότερο. Νομίζω ότι ήρθε καιρός να δρομολογήσω στο εγγύς μέλλον την επιστροφή…» αναφέρει σε κάποιο σημείο της συζήτησής μας, τονίζοντας το αναμφισβήτητο. Ότι όσο κι αν η ίδια σου η χώρα σε ωθεί σε κάποιο σταυροδρόμι της ζωής σου να την εγκαταλείψεις, η καρδιά δεν παύει ποτέ να χτυπάει γι’αυτήν. Και η επιστροφή είναι θέμα χρόνου…

Συνέντευξη στη Βίκυ Καλοφωτιά

 

Εδώ και κάποια χρόνια εργάζεστε ως ογκολόγος-αιματολόγος στο νοσοκομείο Alfried Krupp Rüttenscheid της πόλης Έσσεν, στη Γερμανία. Τι ήταν αυτό που έπαιξε καθοριστικό ρόλο για να πάρετε την απόφαση να μεταναστεύσετε;

Ο κυριότερος λόγος της απόφασής μου πριν από έντεκα χρόνια να μεταναστεύσω, ήταν η καλύτερη εκπαίδευση και η πλούσια επαγγελματική εμπειρία που θα μπορούσα να αποκομίσω σε ένα γερμανικό νοσοκομείο. Το γερμανικό σύστημα υγείας είναι σε μεγάλο βαθμό αποκεντρωμένο σε αντίθεση με την Ελλάδα, όπου  οι δυνατότητες για μια άρτια εκπαίδευση περιορίζονται σε κάποια λίγα κεντρικά νοσοκομεία μεγάλων πόλεων. Το να εργαστώ και να εκπαιδευτώ στο εξωτερικό, αποτελούσε επίσης από τα φοιτητικά μου χρόνια μια μεγάλη πρόκληση.

Συν τοις άλλοις  σημαντικό ρόλο έπαιξε και ο μεγάλος χρόνος αναμονής για την έναρξη ιατρικής ειδικότητας, συγκεκριμένα για την ειδικότητα της ογκολογίας ανερχόταν στα τρία χρόνια. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι περίπου πριν από έντεκα χρόνια ξεκίνησε και το μεγάλο κύμα φυγής Ελλήνων επιστημόνων, το λεγόμενο «brain drain».

Υπήρξαν στιγμές που τα μετανιώσατε; Ποια είναι η μεγαλύτερη δυσκολία που συναντήσατε στην καθημερινότητα προσπαθώντας να προσαρμοστείτε σε μια ξένη χώρα;

Κατά την αρχική περίοδο προσαρμογής στη νέα πραγματικότητα παρουσιάστηκαν προφανώς μεγάλες δυσκολίες, όχι μόνο λόγω της γλώσσας αλλά και λόγω έλλειψης επαγγελματικής εμπειρίας και γνώσης του γερμανικού συστήματος. Επίσης έπρεπε να δημιουργήσω εκ νέου έναν κοινωνικό ιστό και φυσικά να απομακρυνθώ από την οικογένειά μου.  Η μετάβαση ήταν πολύ απότομη από όλες τις απόψεις. Ήταν λογικό και επόμενο να συγκρίνω καταστάσεις και να με προβληματίζει το ότι η καθημερινότητά μου στην Ελλάδα θα ήταν πολύ πιο εύκολη.

Ωστόσο χάρη στο ισχυρό μου κίνητρο, των στόχων που είχα θέσει και της θέλησής μου, τα εμπόδια σε σύντομο χρονικό διάστημα υπερκεράστηκαν, επομένως δεν μπορώ να πω ότι το μετάνιωσα κάποια στιγμή. Η ειδίκευση στη Γερμανία είναι μια εξαιρετική εμπειρία που συνιστώ ανεπιφύλακτα, έστω και για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.

Κατά πόσο είναι εύκολο να αναρριχηθεί κανείς στην ιεραρχία στο χώρο εργασίας του όταν είναι αλλοδαπός; Δίνονται ίσες ευκαιρίες;

Όπως είναι αυτονόητο, οι Γερμανοί συνάδελφοι έχουν μετά το πέρας των σπουδών μεγάλο πλεονέκτημα λόγω της γλωσσικής επάρκειας και της ενσωμάτωσής τους στο γερμανικό σύστημα υγείας. Με την πάροδο του χρόνου οι διαφορές εκμηδενίζονται και τον μεγαλύτερο ρόλο τον έχει το βιογραφικό και τα προσόντα του εργαζομένου, επομένως ένας αλλοδαπός γιατρός με μεγαλύτερη εμπειρία θα προτιμηθεί από έναν αρχάριο Γερμανό. Σε καμία περίπτωση δεν εμποδίστηκε η επαγγελματική μου ανέλιξη λόγω της εθνικότητάς μου.

Πώς σας αντιμετώπισαν οι Γερμανοί συνάδελφοί σας αλλά και οι άνθρωποι από το ευρύτερο περιβάλλον;

Οι Γερμανοί είναι ένας λαός με μεγάλες διαφορές στη νοοτροπία συγκριτικά με τους  Έλληνες με ό,τι πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα αυτό συνεπάγεται. Οι κοινωνικές επαφές διέπονται από ευγένεια και αλληλοσεβασμό. Η συμβίωση και συνύπαρξη με αλλοδαπούς είναι επίσης αναπόσπαστο στοιχείο της καθημερινότητάς τους, καθώς οι αλλοδαποί αποτελούν ένα πολύ μεγάλο τμήμα του πληθυσμού.

Ειδικά οι Έλληνες χαίρουμε ιδιαίτερης συμπάθειας και εκτίμησης λόγω της καλής επιστημονικής μας κατάρτισης και της ομαλής συμβίωσης των δυο λαών εδώ και δεκαετίες. Δεν υπήρξε στιγμή που να βίωσα ρατσισμό και να υπέπεσε στην αντίληψή  μου κάποια διάκριση είτε σε εμένα, είτε σε συναδέλφους μου.

Πόσο δύσκολο είναι να ασκείτε το έργο σας παρά τις ιδιάζουσες συνθήκες που επικρατούν λόγω του κορονοϊού; Θεωρείτε ότι τα μέτρα προστασίας είναι επαρκή; Πώς σχολιάζετε τα αντίστοιχα στην Ελλάδα;

Η Γερμανία είναι μια χώρα, η οποία επλήγη πολύ βαριά από τον κορονοϊό, παρ’όλα τα αυστηρά μέτρα που επιβλήθηκαν, όπως ο κανόνας 2G (είσοδος μόνο σε νοσήσαντες και εμβολιασμένους), χρήση μάσκας σε εσωτερικούς χώρους, πολύμηνα Lockdown. Με εξαίρεση κάποιες λίγες περιπτώσεις ασθενών, στους οποίους καθυστέρησε η διάγνωση, λόγω μη προσέλευσης ή λόγω μη διενέργειας προληπτικού ελέγχου δεν επηρεάστηκε το έργο μου σαν ογκολόγος, άλλωστε είναι τέτοια η φύση της νόσου, όπου τις περισσότερες φορές στη διάγνωση, θεραπεία, επανέλεγχο δεν χωρούν καθυστερήσεις.

Στην Ελλάδα, ενώ υπήρξαν πολύ πιο αυστηρά μέτρα σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε από την πρώτη μέρα της πανδημίας, κατέχουμε δυστυχώς από τις πρώτες θέσεις θανάτων/κατοίκους λόγω του χαμηλού ποσοστού εμβολιασμού, χαμηλό αριθμό κλινών εντατικής θεραπείας και λόγω ελλιπούς στελέχωσης  των νοσοκομείων κυρίως στην περιφέρεια.

Υπάρχει οργανωμένη ελληνική κοινότητα στο Έσσεν;

Στο Έσσεν και γενικότερα στο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας/Βεστφαλίας υπάρχει μεγάλο πλήθος Ελλήνων φοιτητών, εργαζομένων, καθώς και επιστημόνων. Οργανωμένη ελληνική κοινότητα, όπως επίσης και σύλλογος Ελλήνων γιατρών με έντονη δραστηριότητα υπάρχει στην γειτονική πόλη του Ντiσελντορφ.

Τι είναι αυτό που νοσταλγείτε περισσότερο από την Ελλάδα και ιδιαίτερα από τον τόπο καταγωγής σας, την Κόρινθο;

Αυτά που νοσταλγώ περισσότερο είναι η οικογένειά μου και οι φίλοι μου στην πατρίδα. Γι’ αυτόν το λόγο προσπαθώ να επισκέπτομαι την Ελλάδα όσο το δυνατόν συχνότερα. Μου λείπει επίσης ο ήλιος, η θάλασσα και η ελληνική γαστρονομία.

Σκέφτεστε να επιστρέψετε κάποτε μόνιμα στην πατρίδα;

H επιστροφή στην Ελλάδα είναι μια σκέψη που με βασανίζει ολοένα και περισσότερο. Έχοντας ολοκληρώσει την ειδικότητά μου, την εξειδίκευσή μου και έχοντας αποκτήσει πολυετή εμπειρία σαν ειδικευόμενος και επιμελητής, νομίζω ότι ήρθε καιρός να δρομολογήσω στο εγγύς μέλλον την επιστροφή στην Ελλάδα.

Τι είναι αυτό, στο οποίο θα θέλατε να δίνει μεγαλύτερη σημασία το ελληνικό κράτος για τους Έλληνες που ζουν στο εξωτερικό;

Το σημαντικότερο είναι να δοθούν κίνητρα για τον επαναπατρισμό των Ελλήνων επιστημόνων, όπως είναι η αύξηση των ακαδημαϊκών θέσεων και επιλογή με αξιοκρατικά κριτήρια, ενίσχυση της χρηματοδότησης της επιστημονικής έρευνας, σημαντική αύξηση απολαβών, καθώς και μείωση φορολογίας στους νέους επιχειρηματίες. Η θέσπιση επιστολικής ψήφου και συμμετοχή στις δημοκρατικές διαδικασίες για τους απόδημους είναι επίσης αναγκαία.