«Squid Game»: Πώς συνδέεται με την πίεση για τις επιδόσεις των παιδιών – Η Parent Coach και εκπαιδεύτρια γονέων, Δήμητρα Γούναρη, εξηγεί
Πρόκειται χωρίς αμφιβολία για μια σειρά που από την πρώτη μέρα προβολής της βρίσκεται μόνιμα στην κορυφή των δημοφιλέστερων που φιλοξενεί η διαδικτυακή πλατφόρμα του Netflix αυτή την περίοδο.
Το «Squid Game» (βλ.ελλ. «Το Παιχνίδι του Καλαμαριού») απεικονίζει τον ακραίο ανταγωνισμό της ζωής και το πόσο μακριά μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος, όταν παλεύει να επιβιώσει. 456 άτομα επιλέγουν να ρισκάρουν, συμμετέχοντας σε ένα μοιραίο παιχνίδι, προκειμένου να διεκδικήσουν το χρηματικό έπαθλο με το οποίο θα καταφέρουν να ξεπληρώσουν τα υπέρογκα χρέη τους. Οι κανόνες; Απλοί. Αν νικήσουν, παίρνουν τα χρήματα, αν χάσουν και θέλουν να τα παρατήσουν, πεθαίνουν.
Πώς σχετίζεται αυτή η πίεση για εξαιρετικές επιδόσεις, με την αντίστοιχη που ασκούν οι γονείς στα παιδιά, έτσι ώστε αυτά να αναδειχθούν μεταξύ των «πρώτων και των καλύτερων»; Πώς είναι εφικτό να «ατσαλώσεις» έναν άνθρωπο που είναι γεννημένος για να σπάει, να αισθάνεται, να μαλακώνει, να πονάει, να χαίρεται, να κλαίει, για να αντιμετωπίσει με αποτελεσματικότητα τη σκληρότητα της ζωής;
«Τα παιδιά δεν είναι άλογα σε μία κούρσα, είναι ψυχές μέσα στη φωλιά μας που θέλουν φροντίδα, αγάπη και κατανόηση για να ενδυναμωθούν και σταδιακά να κάνουν τα δικά τους βήματα» δηλώνει η Parent Coach, Δήμητρα Γούναρη, μιλώντας στο lifesharing.gr. Παράλληλα, αναλύει τον τρόπο που η παραπάνω σειρά μπορεί να αποτελέσει ένα εξαιρετικού ενδιαφέροντος ερέθισμα για τους γονείς, δίνοντας -μεταξύ άλλων- απάντηση στο ερώτημα για το πώς μπορεί κανείς να αντλεί δύναμη από τον ίδιο του τον εαυτό, έτσι ώστε να μετατρέπει το στρες σε σύμμαχο και να προχωρά στη ζωή του.
Συνέντευξη στη Βίκυ Καλοφωτιά
Σε πρόσφατο άρθρο σας, με αφορμή την προβολή της σειράς «Squid Game» στο Netflix, υποστηρίζετε ότι η σειρά, που είναι ακατάλληλη για παιδιά κάτω των 15 ετών, μπορεί να αποτελέσει ένα εξαιρετικού ενδιαφέροντος ερέθισμα για τους γονείς. Με ποιον τρόπο είναι αυτό εφικτό;
Στο άρθρο χρησιμοποίησα ως παράδειγμα μιας ενδιαφέρουσας οπτικής για τους γονείς, τη σχέση μεταξύ πίεσης και απόδοσης που φαίνεται έντονα στη σειρά «Squid Game». Όπως γνωρίζει κάποιος/α που έχει παρακολουθήσει ή έχει διαβάσει για τη σειρά, οι συμμετέχοντες/ουσες στο παιχνίδι παίζουν για να κερδίσουν λεφτά ενώ όσοι/ες δεν τα καταφέρουν σκοτώνονται.
Όσο αυξάνεται η πίεση τόσο η απόδοση ανεβαίνει αλλά αν η πίεση ξεπεράσει ένα όριο τότε η απόδοση πέφτει ακόμα και σε πράγματα που μπορεί σε άλλες συνθήκες να φαίνονταν απλά. Πρόκειται για το νόμο των ψυχολόγων Yerkes – Dodson (1908) που έχει χρησιμοποιηθεί πολλές φορές στη συζήτηση του παραγωγικού άγχους. Εμένα μου έφερε στο μυαλό την σχολική επίδοση των παιδιών σε σχέση με την πίεση που ασκούνε οι γονείς.
Παρ’ όλα αυτά, μέσω του άρθρου, με αφορμή αυτή τη συσχέτιση, ήθελα να αναδείξω το πόσο σημαντικό είναι να παρακολουθούμε ως γονείς το ενδιαφέρον των παιδιών. Πολλές φορές ό,τι ακούγεται ή είναι ακατάλληλο για τα παιδιά τείνουμε να το απορρίπτουμε συλλήβδην παρά το μεγάλο ενδιαφέρον που μπορεί να ασκεί σε αυτά. Οι έφηβοι όμως, είναι ουτοπικό να θεωρούμε ότι δε θα το δουν ή δε θα το κουβεντιάσουν. Τότε η δική μας γνώση και ευαισθητοποίηση σε όλα αυτά που τους αφορούν είναι κομβικής σημασίας για τον τρόπο που θα υποστηρίξουμε το παιδί και τη σχέση μας.
Ποιες ενδείξεις από αυτές που παρουσιάζονται σε ένα παιδί, παραπέμπουν σε πίεση που αντί να το ενεργοποιεί, λειτουργεί ως «φρένο» στις επιδόσεις του;
Νομίζω ότι οι ενδείξεις αυτές ταυτίζονται με όσα συμπτώματα περιγράφονται για το άγχος. Και ακριβέστερα για αυτό που συνήθως αναφέρεται ως μη παραγωγικό άγχος.
Υπάρχουν κάποιες στρατηγικές, τις οποίες μπορούν να εφαρμόσουν οι γονείς, έτσι ώστε να επιτευχθεί ισορροπία μεταξύ πίεσης και απόδοσης;
Μπορεί. Βασικά σίγουρα θα υπάρχουν στην βιβλιογραφία αλλά για να είμαι ειλικρινής -αν και μπορώ να κατανοήσω γιατί κάποιοι γονείς τις χρειάζονται- πιστεύω ότι δεν μας βοηθάνε.
Μας ενδιαφέρουν οι επιδόσεις των παιδιών μας και γνωρίζω πόσο πιεστική είναι και η κοινωνία απέναντι σε αυτές, αλλά δεν ξέρω αν η δική μας παρέμβαση και πίεση τελικά δεν πλήττει τη σχέση μας με το παιδί μας, ζημιώνοντας το παιδί πολύ περισσότερο απ’ ότι το ωφελεί.
Πολλοί γονείς λένε χαριτωμένα: «Δεν πειράζει, ας με μισήσει τώρα (εννοώντας: που τον/την πιέζει) σε λίγα χρόνια θα με ευχαριστεί». Δεν λειτουργεί έτσι στη σχέση μας με το παιδί μας. Δεν έχουμε το ρόλο του manager ή του βοηθού. Τα παιδιά μας διαμορφώνουν μέρα με την μέρα τον ίδιο τους τον εαυτό μέσα από τον τρόπο που καθρεφτίζονται στα μάτια μας.
Δεν είναι άλογα σε μία κούρσα, είναι ψυχές μέσα στη φωλιά μας που θέλουν φροντίδα, αγάπη και κατανόηση για να ενδυναμωθούν και σταδιακά να κάνουν τα δικά τους βήματα.
Η δική μας πίεση σε αυτή τη διαδρομή μπορεί να κοντραριστεί τόσο με την αγάπη και την κατανόηση όσο και με την αυτονομία που χρειάζεται να δώσουμε στα παιδιά για να διαχειριστούν και να επιλέξουν τις επιδόσεις τους. Επίσης πολλές φορές η εσωτερική πίεση των παιδιών (υψηλές προσδοκίες κτλ.) μπορεί να χρειάζεται φροντίδα και ανακούφιση από εμάς και όχι κάποια άλλη εξωτερική πίεση.
Άραγε είναι ουτοπικό να πιστεύει κανείς, ότι η άσκηση πίεσης δεν είναι απαραίτητη, για να δώσει ένα παιδί τον καλύτερο εαυτό του σε ό,τι κάνει;
Εγώ θα ήθελα να ρωτήσω: Γιατί ένα παιδί να δίνει τον καλύτερο εαυτό του σε ό,τι κάνει; Με ποιο τρόπο ο καλύτερος εαυτός -όπως ωραία το θέσατε- ταυτίζεται με κάποια επίδοση; Μήπως αυτό που χρειάζεται να υποστηρίξουμε στα παιδιά μας είναι να επιλέξουν συνειδητά πότε θέλουν ή όχι να δώσουν τον καλύτερο τους εαυτό;
Οπότε όχι μόνο δεν είναι ουτοπικό, αλλά είναι απολύτως απαραίτητο να πιστέψουμε ότι τα παιδιά μας μπορούν να γίνουν οι μοναδικοί εαυτοί τους και να έχουν ό,τι επιδόσεις επιλέξουν να έχουν, ενώ εμείς θα τους δίνουμε αγάπη, υποστήριξη και αποδοχή.
Πολλές φορές οι γονείς κάνουμε πράγματα επιζητώντας το αποτέλεσμα (επίδοση) ανεξάρτητα από τον τρόπο που αυτό θα κατακτηθεί. Αν όμως μας ρωτήσουν: Θέλεις το παιδί να διαβάζει γιατί αγαπάει τη γνώση ή θέλεις να διαβάζει γιατί φοβάται τι θα συμβεί αν δεν το κάνει (πίεση), θα απαντήσουμε όλοι/ες «Μα φυσικά το πρώτο!»
Σε αυτό ακριβώς λοιπόν αναφέρομαι, στην εστίαση στο εσωτερικό κίνητρο.
Στην εν λόγω σειρά αναδύεται και το ερώτημα, κατά πόσο ένας ευαίσθητος χαρακτήρας μπορεί να επιβιώσει σε έναν κόσμο, όπου κυριαρχούν οι αδίστακτοι. Ποιο από τα δύο στοιχεία ενδείκνυται να τροφοδοτούν οι γονείς περισσότερο, προκειμένου να «ατσαλώσουν» το παιδί τους για το μέλλον;
Οι γονεϊκές μας επιλογές και στρατηγικές αντιπροσωπεύουν προσωπικές στάσεις και αξίες ζωής. Πράγματι λοιπόν, αν ένας γονιός βλέπει τον κόσμο σαν μία απέραντη αρένα γεμάτη αδίστακτους και ευαίσθητους, τότε θα χρειαστεί να διαλέξει τι από τα δύο θέλει να εμπνεύσει. Σκέφτομαι όμως ένα βήμα πιο μπροστά, αν αυτό πιστεύει για τη ζωή, τότε που τοποθετεί τον εαυτό του; Στους ευαίσθητους ή στους αδίστακτους;
Πως «ατσαλώνεις» έναν άνθρωπο που είναι γεννημένος για να σπάει, να αισθάνεται, να μαλακώνει, να πονάει, να χαίρεται, να κλαίει; Η πιο αποτελεσματική ενδυνάμωση είναι να φροντίσεις να γίνει ο εαυτός του. Να κρατάει επαφή με την εσωτερική του φωνή, να την ακούει και να την ακολουθεί.
Αν βλέπουμε τη ζωή σαν αυτή την αρένα, τότε αυτή την αρένα θα αναπαράγουμε συνεχώς. Και θα κατηγορούμε τη ζωή που δεν μας έδωσε καμία επιλογή. Μας βοηθάει να βλέπουμε τα πράγματα στα δύο άκρα: αδίστακτοι / ευαίσθητοι. Η αλήθεια όμως είναι ότι όλοι/όλες μας είμαστε λίγο απ’ όλα υπό συνθήκες.
Ιδίως στον κόσμο των παιδιών αυτές οι ταμπέλες είναι ανεδαφικές και μπορεί να είναι πολύ επιζήμιες για τα ίδια.
Πώς μπορεί κανείς να αντλεί δύναμη από τον ίδιο του τον εαυτό, έτσι ώστε να μετατρέπει το στρες σε σύμμαχο και να προχωρά στη ζωή του;
Αρχικά να έχει έναν εαυτό. Και εννοώ να έχει εσωτερικευμένη αυτή την αίσθηση της ενότητας στα διαφορετικά του κομμάτια. Και όσο και αν φαίνεται απλό, δεν είναι καθόλου. Στους ενήλικες αυτές οι κατακτήσεις συμβαίνουν μέσα από τα μονοπάτια της ψυχοθεραπείας ή οποιονδήποτε άλλων επιλογών μας βοηθούν και μας υποστηρίζουν.
Για τα παιδιά όμως, οι γονείς μπορούμε να παίξουμε πολύ σημαντικό ρόλο. Για να ακούσουν τον εαυτό τους χρειάζεται να τα έχουμε ακούσει. Για να πάρουν δύναμη από τον ίδιο τους τον εαυτό του, χρειάζεται να έχουμε πιστέψει εμείς πρώτα από όλα στην δική τους δύναμη.
Και για να κλείσω με την αφορμή αυτής της συνέντευξης:
Ας ακούσουμε το ενδιαφέρον των παιδιών για το «Squid Game». Τι τους αρέσει; Τι τους προκαλεί να το δουν; Πως αισθάνονται με αυτό που ακούνε; Ιδίως στους/στις εφήβους/ες που θα το δουν, ακούστε τον προβληματισμό τους, τις σκέψεις τους. Κλείνοντας την οθόνη και λέγοντας ένα απόλυτο όχι, δεν «ατσαλώνουμε» / προστατεύουμε τίποτα, απλά γυρίζουμε την πλάτη στο παιδί, το οποίο αύριο θα πιέζουμε για την επίδοσή του.
Τελικά ας αναρωτηθούμε. Μας ενδιαφέρει να ενδυναμώσουμε τον μοναδικό του εαυτό ή να έχει τις επιδόσεις που εμείς επιζητούμε;
*Η Δήμητρα Γούναρη είναι πιστοποιημένη Parent Coach από το Parent Coaching Institution, πιστοποιημένη εκπαιδεύτρια γονέων (API) και συνεργάτης του δικτύου της Attachment Parenting Hellas και μέλος του National Institute for Digital Health, Παρέχει υπηρεσίες υποστήριξης και ενδυνάμωσης γονέων είτε ατομικά είτε σε ομάδες / ζευγάρια γονέων, ενώ παράλληλα συντονίζει εργαστήρια και πραγματοποιεί ομιλίες. Ταυτόχρονα, παρέχει υπηρεσίες υποστήριξης και ενδυνάμωσης εργαζόμενων γονέων για επιχειρήσεις και οργανισμούς.
Για εκείνη, το να υποστηρίζει γονείς και να τους ενδυναμώνει είναι ένα κομμάτι μιας αλυσίδας για την αλλαγή που θέλουμε στη ζωή μας και στην κοινωνία μας.
Στοιχεία Επικοινωνίας:
PCI Certified Parent Coach®
Επίσημη συνεργάτης του δικτύου της Attachment Parenting Hellas
Πιστοποιημένη Εκπαιδεύτρια Γονέων από την Attachment Parenting International
M: 6942292749
E: parentcoach@dgounari.com