Λίγη από την υπέροχη… χιονισμένη ποίηση!
«Θ’ αφήσω/ τη λευκή χιονισμένη κορυφή/ που ζέσταινε μ’ ένα χαμόγελο/ την απέραντη μόνωσή μου. – Θα τινάξω απ’ τους ώμους μου/ τη χρυσή τέφρα των άστρων/ καθώς τα σπουργίτια/ τινάζουν το χιόνι/ απ΄ τα φτερά τους.»
(Γιάννης Ρίτσος)
«Αγαπημένε, στρώνεται το χιόνι στον
κήπο, στην αυλή, στα κεραμίδια. Την
αρχοντιά του όπου σταθεί ξαπλώνει,
περήφανο και πάναγνο το χιόνι.»
(Μυρτιώτισσα)
«Κι αν χιονίζει στο πνεύμα
κι αν κρυώνουν οι μεγάλες ιδέες
ο κόσμος πρέπει να προχωρήσει.»
(Νίκος Καρούζος)
«Το ανέβαλες. Κακοκαιρία μεγάλη, πέσανε χιόνια κλείσανε οι δρόμοι, πάγοι, μεγάλη ολισθηρότης. Καλά έκανες. Εάν δεν είναι ολισθηρή η επιθυμία προς τι να έρθει;»
(Κική Δημουλά)
«Τι καλά που ‘ναι στο σπίτι μας τώρα που έξω πέφτει χιόνι!
Το μπερντέ παραμερίζοντας τ’ άσπρο βλέπω εκεί σεντόνι
να σκεπάζει όλα τα πράγματα, δρόμους, σπίτια, δένδρα, φύλλα.
Πόσο βλέπω μ’ ευχαρίστηση μαζεμένη τόση ασπρίλα.
Όμως, κοίτα, τουρτουρίζοντας το κορίτσι εκείνο τρέχει.
Τώρα στάθηκε στην πόρτα μας, ψωμί λέει πως δεν έχει,
πως κρυώνει, πως επάγωσε…
Έλα μέσα κοριτσάκι,
το τραπέζι μας εστρώθηκε κι αναμμένο είναι το τζάκι!»
(Κώστας Καρυωτάκης)
Το χιόνι, ω χιόνι!/Η χώρα, ο κάμπος /σα μιας νεράιδας/φόρεμα. Θάμπος.
(Κωστής Παλαμάς)
«Το χιόνι είναι άσπρο, μαλακό σαν τελειωμένος έρωτας-είπε.
Έπεσε απρόσμενα, τη νύχτα μ’ όλη τη σοφή σιωπή του,
Το πρωί, λαμποκοπούσε ολόλευκη η εξαγνισμένη πολιτεία,
Μια παλιά στάμνα πεταμένη στην αυλή, ήταν ένα άγαλμα.
Εκείνος ένοιωσε την κοφτερή ψυχρότητα του πάγου,
την απεραντοσύνη της λευκότητας, σαν άθλο του προσωπικό
μονάχα μια στιγμή ανησύχησε: μήπως και δεν του απόμενε
τίποτα πιο θερμό να το παγώσει, μήπως και δεν ήταν
μια νίκη του χιονιού, μα απλώς μια ουδέτερη γαλήνη,
μια ελευθερία χωρίς αντίπαλο και δόξα.
Βγήκε λοιπόν αμήχανος στο δρόμο, κι όπως είδε το χιονάνθρωπο
που φτιάχναν τα παιδιά, πλησίασε και του’ βαλε
δυο σβηστά κάρβουνα για μάτια, χαμογέλασε αόριστα
κι έπαιξε χιονοπόλεμο μαζί τους ως τ’ απόγευμα.»
(Γιάννης Ρίτσος)