Το παιδί μου λέει συχνά ψέματα. Τι να κάνω;

Το παιδί μου λέει συχνά ψέματα. Τι να κάνω;

Ναι λοιπόν. Μπορεί να συμβεί. Ένα παιδί μπορεί να αρχίσει να λέει ψέματα ακόμα και αν δεν έχει τέτοια παραδείγματα γύρω του. Γιατί άραγε καταφεύγει σε αυτή την επιλογή και πώς μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε;

Κατ’ αρχήν δεν χρειάζεται να μας πιάνει πανικός. Αναλύοντας το γεγονός θα πρέπει να σταθούμε σε διαφορετικά σημεία. Και να το δούμε από όλες τις πλευρές.

Ας τα πάρουμε λοιπόν από την αρχή. Ψέμα ονομάζουμε κάθε παραποίηση, διαστρέβλωση της αλήθειας ή καλύτερα, της πραγματικότητας.

Η παραποίηση αυτή είναι σκόπιμη, συνειδητή. Συνεπώς για να πούμε ότι ένα παιδί λέει ψέματα χρειάζεται να είναι σε θέση καταρχήν, να αναγνωρίζει την πραγματικότητα, να έχει αναπτυχθεί επαρκώς γνωστικά και ξεκινούν σχεδόν ταυτόχρονα με την ανάπτυξη της ομιλίας.

Πάμε τώρα να δούμε κα τις πιθανές αιτίες που οδηγούν ένα παιδί να πει ψέματα.

Ξεκινώντας από την προσχολική περίοδο, θα λέγαμε ότι το κάνουν γιατί δυσκολεύονται να παραδεχτούν τα λάθη τους και να αναλάβουν την ευθύνη κάποιου «παραπτώματός» τους. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι, όταν το μικρό παιδί ερωτάται από τον γονιό για μια ζημιά, τότε την αρνείται ή επιρρίπτει την ευθύνη σε κάποιον ή κάτι άλλο: «Δεν το έκανα εγώ. Δεν έσπασα εγώ το βάζο. Η γάτα το έσπασε.»

Άλλος λόγος για τον οποίο τα παιδιά καταφεύγουν στα ψέματα είναι για να αναπληρώσουν πραγματικές ή φανταστικές ατέλειές τους. Για παράδειγμα, ένα αγόρι που απεχθάνεται το ποδόσφαιρο, όταν ερωτάται γιατί δεν παίζει μπάλα ενώ όλοι οι φίλοι του παίζουν, λέει: «Δεν παίζω μπάλα γιατί η κυρία μας δε μας αφήνει να παίζουμε μπάλα. Δεν επιτρέπεται.»

Συχνά επίσης τα ψέματα χρησιμοποιούνται από τα παιδιά για να ξεφύγουν από κάποια δυσκολία στις σχέσεις τους με τους άλλους. Ένα παιδί που δυσκολεύεται στις κοινωνικές συναθροίσεις ή που δεν έχει καλεστεί στα γενέθλια ενός φίλου του, όταν ερωτηθεί αν θα πάει, απαντά: «Δε θα πάω στο πάρτι του φίλου μου/της φίλης μου γιατί δε με αφήνει η μαμά μου».

Είναι σύνηθες τα παιδιά να υπεργενικεύουν μία απλή παρατήρηση που τους γίνεται από έναν ενήλικα για ένα απλό και συγκεκριμένο παράπτωμα και να την ανάγουν σε αρνητική κριτική με στόχο τη εν γένει αναξιότητά τους και με αποτέλεσμα την απόρριψη. Ως συνέπεια αυτής της υπεργενίκευσης, για να προστατεύσουν το Εγώ τους, λένε ψέματα, τα οποία χαρακτηρίζονται ως «ψέματα άμυνας».

Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι για τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας τα ψέματα είναι συνήθως φυσικά και καθόλου κατακριτέα, διότι δυσκολεύονται να ξεχωρίσουν τη φαντασία από την πραγματικότητα. Έτσι δεν πρόκειται για ψέματα με την πραγματική έννοια της λέξης. Ένα παιδί θα πρέπει να κατηγορηθεί ότι ψεύδεται όταν μπορεί να ξεχωρίσει το καλό από το κακό, το σωστό από το λάθος και όταν σκόπιμα προσπαθεί να αποκρύψει ή να διαστρεβλώσει την αλήθεια.

Ακόμη και μετά την προσχολική περίοδο χρειάζεται να επιδείξουμε ιδιαίτερη προσοχή, ώστε να είμαστε σε θέση να διακρίνουμε:

-το ευφάνταστο παιδί,

-το παιδί με την πλούσια και δημιουργική φαντασία

-το παιδί που λέει ψέματα.

Και ας μην ξεχνάμε ότι ψέμα δεν είναι μόνο η παραποίηση της αλήθειας αλλά και η απόκρυψή της.

Η απάντηση στο πρόβλημα είναι η σωστή επικοινωνία με τα παιδιά.

Ο γονιός μπορεί να βοηθήσει το παιδί του να ξεπεράσει το λόγο που το κάνει να καταφεύγει στο ψέμα κι έτσι εκείνο να υιοθετήσει μια σωστή συμπεριφορά. Ένα παιδί, που καταφεύγει συστηματικά στον κόσμο της φαντασίας, μπορεί να έχει, εξαιτίας αυτού, προβλήματα στις διαπροσωπικές του σχέσεις, ο δε περίγυρός του να κουραστεί από την αβεβαιότητα του αν αυτό που λέγεται είναι αλήθεια ή ψέμα.

Στην περίπτωση αυτή, είναι σημαντικό

– Να μιλήσουμε με το παιδί και να το βοηθήσουμε να κατανοήσει τη διαφορά ανάμεσα σε φαντασία και πραγματικότητα, αλλά με τρόπο που να μη θιγεί η αυτοεκτίμησή του ή ανασταλεί εντελώς η ανάγκη του να φαντασιώνει και να δοκιμάζει, με τον τρόπο αυτό, διάφορες δυνατότητες και ανθρώπινες αντιδράσεις.

-Ίσως χρειαστεί να μπούμε σε αυτόν τον φανταστικό κόσμο του παιδιού και να συμμετάσχουμε σε αυτόν, χωρίς να τον αμφισβητούμε με λογικά επιχειρήματα, αλλά και χωρίς να αποδεχόμαστε αβίαστα τα όσα απίθανα συμβαίνουν σε αυτόν.

-Να θέτουμε ερωτήματα στο παιδί που να σηματοδοτούν πως γνωρίζουμε πως πρόκειται για πράγματα που το παιδί έχει φαντασθεί (π.χ. ρωτώντας αν αυτό συνέβη πραγματικά ή το έχει πλάσει το ίδιο με τη φαντασία του), που δείχνουν την απορία μας για το πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει το ένα ή το άλλο καταπληκτικό, κάτι που σταδιακά κινητοποιεί την κριτική ικανότητα του παιδιού χωρίς, όμως, να το ακυρώνει.

Επίσης,  αν διαπιστώνετε ότι το παιδί αρνείται να παραδεχτεί την αλήθεια μην επιμένετε κάνοντας του ερωτήσεις. Μη προσπαθήσετε να του αποδείξετε ότι δεν ευσταθούν τα λεγόμενα του. Αντίθετα δείξτε του ότι υπάρχει ένα κλίμα αγάπης και αποδοχής.

Τέλος, είναι σημαντικό μόλις αντιληφθούμε ότι λέει ένα ψέμα να μη βιαστούμε να του αποδώσουμε κατηγορίες π.χ. «Λες ψέματα!» ή «Είσαι ψεύτης.». Έτσι θα ενισχύσουμε τις ενοχές του και θα το «κλειδώσουμε»συναισθηματικά. Προτιμήστε να εστιάσετε στο ίδιο γεγονός π.χ. «Νομίζω ότι δεν ήρθε ένας δράκος στο σπίτι»

Καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν θέλουν να νιώθουν ότι τα εμπιστεύεστε ότι δεν νιώθετε αμφιβολία για όσα σας λένε. Γι΄αυτό, χτίστε καθημερινά τη σχέση σας, και δώστε την ευκαιρία στα παιδιά να προχωρήσουν και να πιστέψουν στον εαυτό τους.